Γράφει ο Γιάννης Χατζηιωαννίδης
Το 2022 η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε μία από τις πιο φιλόδοξες – και συμβολικές – αποφάσεις της πράσινης μετάβασης: από το 2035 και μετά θα απαγορευόταν πλήρως η πώληση οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης εντός της ΕΕ. Για πολλούς, η απόφαση αυτή αποτέλεσε ορόσημο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Για άλλους, από την πρώτη στιγμή, έθετε σοβαρά ερωτήματα ως προς τη ρεαλιστικότητα και τις οικονομικές της συνέπειες. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, η συζήτηση όχι μόνο έχει αναζωπυρωθεί, αλλά σε ορισμένους κύκλους – κυρίως στη Γερμανία – η απόφαση χαρακτηρίζεται πλέον ανοιχτά ως «τεράστιο λάθος».
Οι πιέσεις από τη Γερμανία
Κεντρικός εκφραστής αυτής της άποψης είναι ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος φαίνεται να εκφράζει τόσο τις ανησυχίες της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας όσο και πολλών κυβερνήσεων κρατιδίων. Στο πρόσφατο συνέδριο της CSU στη Βαυαρία, το θέμα κυριάρχησε στις συζητήσεις. Είχε προηγηθεί επιστολή του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με αίτημα τη χαλάρωση του μέτρου, ώστε να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, χωρίς – τουλάχιστον θεωρητικά – να εγκαταλειφθεί ο στόχος της μείωσης των εκπομπών. Λίγο αργότερα, ο Μάνφρεντ Βέμπερ δήλωνε βέβαιος ότι η πλήρης απαγόρευση «θα πέσει», επικαλούμενος συνεννόηση και με την πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
«Η υπερηφάνεια της Ευρώπης»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εμφανίζεται πλέον διατεθειμένη να εξετάσει αλλαγές. Άλλωστε, η ίδια η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε τονίσει στην αρχή της δεύτερης θητείας της ότι «η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία είναι η υπερηφάνειά μας» και ότι το μέλλον της πρέπει να διασφαλιστεί εντός Ευρώπης. Η κατεύθυνση που εξετάζεται δεν είναι μια πλήρης ανατροπή του στόχου των μηδενικών ρύπων, αλλά μια έμμεση χαλάρωση. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες θα μπορούν να συνεχίσουν την παραγωγή συμβατικών οχημάτων, εφόσον αντισταθμίζουν μέρος των εκπομπών μέσω της παραγωγικής διαδικασίας. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η μείωση των ρύπων δεν θα φτάνει το 100%, αλλά περίπου το 90%.
Ένα περίπλοκο πλαίσιο
Στο τραπέζι βρίσκονται προτάσεις όπως:
ποσοστώσεις που θα επιτρέπουν περιορισμένο αριθμό συμβατικών οχημάτων,
ενίσχυση εναλλακτικών καυσίμων,
συνέχιση της πώλησης υβριδικών οχημάτων,
οικονομικές κυρώσεις για εταιρείες που υπερβαίνουν τα όρια,
επιτάχυνση της ηλεκτροκίνησης σε επαγγελματικούς και ενοικιαζόμενους στόλους.
Ειδικοί του κλάδου εκτιμούν ότι το πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο και πιθανό να προκαλέσει ανακατατάξεις στην αγορά.
Μπέρδεμα για καταναλωτές και επιχειρήσεις
Οι αλλεπάλληλες και συχνά αντικρουόμενες αποφάσεις προκαλούν σύγχυση τόσο στους καταναλωτές όσο και στους επιχειρηματίες. Πολλοί ενδέχεται να σπεύσουν να ανανεώσουν τους στόλους τους με συμβατικά οχήματα πριν τεθούν αυστηρότερες προθεσμίες, αυξάνοντας τη ζήτηση – και κατ’ επέκταση τις τιμές. Στη Γερμανία, αναλύσεις δείχνουν ότι άνοδος τιμών μπορεί να σημειωθεί και στα μεταχειρισμένα συμβατικά αυτοκίνητα, τα οποία αποτελούν βασική επιλογή για νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος. Την ώρα που η αγορά αυτοκινήτου γίνεται συνήθως με ορίζοντα δεκαετίας, οι συνεχείς αλλαγές μετατρέπουν την επιλογή τεχνολογίας σε δυσεπίλυτο παζλ.
Προσωρινή ανάσα για τη βιομηχανία
Για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που βρίσκεται σε βαθιά κρίση – με περισσότερες από 50.000 χαμένες θέσεις εργασίας μέσα στο έτος και δραστική μείωση τζίρου και κερδών – μια αναθεώρηση μπορεί να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση. Δεν αντιμετωπίζει, όμως, τα δομικά προβλήματα, τη στιγμή που η κινεζική βιομηχανία σημειώνει άλματα και αυξάνει την πίεση στην ευρωπαϊκή αγορά. Το βασικό ερώτημα παραμένει: ποιο μήνυμα στέλνει η ΕΕ στον καταναλωτή που καλείται να επενδύσει χιλιάδες ευρώ σε μια τεχνολογία με αβέβαιο μέλλον;
Μια απόφαση με έντονο πολιτικό αποτύπωμα
Η αναθεώρηση της απόφασης έχει και σαφές πολιτικό υπόβαθρο. Εκτιμάται ότι θα στηριχθεί σε δεξιά πλειοψηφία στο Συμβούλιο και στο Ευρωκοινοβούλιο, μέσω σύμπραξης του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με δυνάμεις της Ακροδεξιάς, οι οποίες αμφισβητούν ακόμη και την ύπαρξη της κλιματικής κρίσης. Οι Σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονται διχασμένοι, επικαλούμενοι την ανάγκη προστασίας των θέσεων εργασίας, ενώ οι ισχυρότερες αντιδράσεις αναμένονται από τους Πράσινους και μεγάλο μέρος της Αριστεράς. Τέλος, οποιαδήποτε αλλαγή θα πρέπει να περάσει εκ νέου από όλα τα στάδια διαβούλευσης και έγκρισης, μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει μήνες, ενισχύοντας περαιτέρω την αβεβαιότητα. Η ευρωπαϊκή εξίσωση αποδεικνύεται τελικά πολύ πιο περίπλοκη απ’ όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί: κλιματικοί στόχοι, βιομηχανική επιβίωση, κοινωνική συνοχή και θεσμική αξιοπιστία καλούνται να συνυπάρξουν σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον.

Σχόλια
Τα σχόλια ελέγχονται πριν από τη δημοσίευση. Απαντάμε σε επώνυμα σχόλια. Διαγράφουμε υβριστικά σχόλια, που μπορεί να προκαλέσουν εισαγγελική παρέμβαση.
Με τη λέξη επαλήθευσης που ζητάμε, προσπαθούμε να αποφύγουμε τα spam και τυχόν ιούς, που θα βλάψουν και το δικό σας υπολογιστή.