Στενάζουν τα νοικοκυριά, όπως καταγράφει και το Βαρόμετρο του ΕΒΕΘ (Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του Νομού Θεσσαλονίκης). 

Ειδικότερα, δυσβάσταχτοι χαρακτηρίζονται οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος από το 25% των νοικοκυριών στο Νομό Θεσσαλονίκης και αναφέρουν ότι δεν είναι σε θέση να τους πληρώσουν, ενώ το 65% τους θεωρούν υψηλούς και αναφέρουν ότι τους δυσκολεύει η αποπληρωμή τους.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σε σχέση με τους λογαριασμούς θέρμανσης, καθώς κι εδώ το 25% δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί είναι δυσβάσταχτοι και δεν είναι σε θέση να τους εξοφλήσουν, ενώ το 61% τους θεωρούν υψηλούς και δυσκολεύονται να τους αποπληρώσουν. Μόλις το 9% και 13% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί είναι φυσιολογικοί ή χαμηλοί και δεν δυσκολεύονται στην αποπληρωμή τους, αντίστοιχα.

Μόνιμη η ακρίβεια 


Μόνιμες θεωρούν τις αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και ενέργεια 4 στους 10 καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης (41%), ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα επανέλθουν στα προ των αυξήσεων επίπεδα από το 2023 και μετά. Μόλις το 8% διαβλέπουν επαναφορά των τιμών σε επίπεδα προ των αυξήσεων κάποια στιγμή μέσα στο 2022. 

Προκειμένου να αντιμετωπίσουν το κύμα ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια, οι καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης έχουν λάβει μια σειρά από μέτρα, όπως περιορισμό δαπανών ένδυσης – υπόδησης (66%), περιορισμό άλλων δαπανών όπως η ψυχαγωγία και τα ταξίδια (63%), περιορισμό των αγορών βασικών καταναλωτικών αγαθών όπως π.χ. τα τρόφιμα (45%), περιορισμό της χρήσης Ι.Χ. οχημάτων (38%), αναβολή σημαντικών αγορών όπως κατοικία ή αυτοκίνητο (29%), μείωση αποθεματικών/καταθέσεων (22%), ενώ το 10% αναγκάστηκε να καταφύγει σε δανεισμό. 

Μόλις 1 στα 5 νοικοκυριά (18%) δηλώνει ότι δεν έχει λάβει κάποιο μέτρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια. 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανησυχεί βαθιά τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, καθώς περίπου 3 στους 4 (77%) δηλώνουν ότι ανησυχούν «Πολύ» (51%) ή «Αρκετά» (26%), έναντι μόλις 10% που δηλώνουν ότι ανησυχούν «Λίγο» (4%) ή «Καθόλου» (6%). Παράλληλα, 8 στους 10 καταναλωτές (81%) θεωρούν ότι η τρέχουσα γεωπολιτική κρίση στην Ουκρανία έχει επηρεάσει το επίπεδο των τιμών καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών «Πολύ» (59%) ή «Αρκετά» (22%). 

"Μαύρα" τα βλέπουν και οι επιχειρήσεις


Από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις σε ποσοστό 82% δηλώνουν ότι έχει αυξηθεί το συνολικό ενεργειακό κόστος λειτουργίας τους. Μεταξύ αυτών η μέση αύξηση που αναφέρεται είναι 75%, ενώ το 13% των επιχειρήσεων αναφέρουν αύξηση άνω του 100% και το 40% αναφέρουν αυξήσεις άνω του 50%. 

Τρεις στις 4 επιχειρήσεις (74%) θεωρούν ότι το πιο αποτελεσματικό μέτρο για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ενέργειας και καυσίμων θα ήταν η μείωση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ το 36% επιλέγει τον καθορισμό πλαφόν στις τελικές τιμές ενέργειας/καυσίμων και το 32% την υψηλότερη επιδότηση των επιχειρήσεων για την αγορά ενέργειας ή/και καυσίμων. 

Σημειώνεται, ότι το 61% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της σε Εθνικό επίπεδο το αυξημένο κόστος ενέργειας, έναντι 16% που θεωρούν ότι αυτό είναι εφικτό. 

Πάνω από 4 στις 10 επιχειρήσεις στο Νομό Θεσσαλονίκης διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, είτε σε μικρό βαθμό (24%) είτε σε μεγάλο βαθμό (19%). Τρεις στις 4 επιχειρήσεις (74%) διαπιστώνουν αύξηση των τιμών πρώτων υλών και προϊόντων γενικά και μόλις το 13% δεν αναφέρουν κάποια αύξηση κόστους. Μεταξύ όσων έχουν διαπιστώσει αυξήσεις, το μέσο ποσοστό αύξησης διαμορφώνεται – κατά δήλωση τους – στο 52%, ενώ το 29% διαπιστώνουν αυξήσεις άνω του 50% και 5% άνω του 100%. 

Συνολικά, το 65% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι ενσωμάτωσαν ή ενσωματώνουν τις αυξήσεις στο κόστος πρώτων υλών και ενέργειας στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών τους, είτε σε μικρό βαθμό (29%), είτε σε μεγάλο βαθμό (17%), είτε εξ ολοκλήρου (19%). Μόλις το 26% των επιχειρήσεων δεν ενσωμάτωσαν και δεν ενσωματώνουν τις αυξήσεις αυτές στο τελικό κόστος πώλησης των προϊόντων και υπηρεσιών τους. 

Καταστρεπτικός ο πόλεμος για τις επιχειρήσεις 


Πάνω από το 50% των επιχειρήσεων (55%) δηλώνουν ότι ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας τους έχει επηρεάσει αυξάνοντας το κόστος πρώτων υλών/προϊόντων και ενέργειας και το 42% δηλώνουν ότι έχει μειωθεί η ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Το 22% διαπιστώνουν ελλείψεις πρώτων υλών/προϊόντων στην αγορά και το 8% δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί οι εξαγωγές της επιχείρησης. Στον αντίποδα, το 22% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι δεν έχει επηρεαστεί η επιχείρηση από τον πόλεμο στην Ουκρανία. 

Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις στο Νομό Θεσσαλονίκης αναφέρουν ότι η πανδημία COVID-19 εξακολουθεί σήμερα να τις επηρεάζει αρνητικά «Πολύ» (9%) ή «Αρκετά» (23%). Βέβαια, για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων (68%), η πανδημία έχει πλέον μικρή (35%) ή καμία αρνητική συνέπεια στη λειτουργία τους (33%). Μάλιστα, το 33% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι έχουν ήδη επανέλθει σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας (προ της πανδημίας COVID-19), το 24% αναμένουν την επαναφορά σε κανονικά επίπεδα λειτουργίας κάποια στιγμή μέχρι το τέλος του 2022, ενώ το 14% αναφέρει κάποια στιγμή μέσα στο 2023 και το 8% από το 2024 και μετά. 

Μόλις το 4% των επιχειρήσεων του Νομού Θεσσαλονίκης αναφέρει πλέον ότι η επιχείρηση δεν θα επανέλθει ποτέ ξανά στα προ της πανδημίας COVID-19 επίπεδα. 


Η συγκεκριμένη έρευνα διεξάγεται δύο φορές το χρόνο, κατά το 2ο 15νθήμερο των μηνών Μαρτίου και Σεπτεμβρίου, σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών). Η έρευνα καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία –μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές) και πραγματοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Palmos Analysis. 

Το Βαρόμετρο του φετινού Μαρτίου καλύπτει και ζητήματα όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η μεγάλη άνοδος των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος και της θέρμανσης, η ακρίβεια και άλλα. 

Έντονη απαισιοδοξία καταναλωτών 


Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης εξακολουθούν να διακατέχονται από έντονη απαισιοδοξία, καθώς ο συνδυασμός της συνεχιζόμενης πανδημίας του κορωνοϊού, του κύματος ακρίβειας σε προϊόντα και ενέργεια αλλά και της αβεβαιότητας που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μίγμα ανασφάλειας. 

Έτσι, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο Νομό Θεσσαλονίκης διαμορφώνεται στις -48 μονάδες – με ραγδαία επιδείνωση 22 μονάδων σε σχέση με τον περασμένο «Σεπτέμβριο 2021». 

Ζούμε με δάνεια


Η ακρίβεια σε προϊόντα και ενέργεια και η επίπτωσή της στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, είναι εντυπωσιακή: το 31% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι επιβιώνουν εις βάρος των αποταμιεύσεών τους ή δανειζόμενοι (έναντι 18% τον Σεπτέμβριο του 2021), ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι έχουν σήμερα τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν πολύ ή λίγο μειώθηκε στο 18% έναντι 27% το προηγούμενο εξάμηνο. 

Αυξάνεται κατακόρυφα το ποσοστό όσων αναμένουν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους (από 35% τον Σεπτέμβριο του 2021 στο 62% σήμερα). Αυξάνεται από το 66% στο 80% το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε πολύ ή αρκετά κατά το προηγούμενο 12μηνο. 

Παράλληλα, αυξάνεται και το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο δωδεκάμηνο (71% έναντι αντίστοιχου ποσοστού 45% τον περασμένο Σεπτέμβριο 2021). 

Η ακρίβεια και η αύξηση των τιμών καταναλωτή είναι πλέον αισθητές από το σύνολο σχεδόν των καταναλωτών, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης. Οι καταναλωτές στο Νομό Θεσσαλονίκης εκτιμούν ότι οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν “Λίγο” (7%), “Αρκετά” (40%) η “Πολύ” (50%) κατά το τελευταίο 12μηνο (αθροιστικά 97% έχουν διαπιστώσει αύξηση των τιμών καταναλωτή). 

Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία (81%) των καταναλωτών στο Νόμο Θεσσαλονίκης εκτιμούν ότι το επόμενο 12μηνο οι τιμές καταναλωτή θα αυξηθούν με μικρότερο (11%), παρόμοιο (25%) ή μεγαλύτερο (45%) ρυθμό σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Ιδιαίτερα απαισιόδοξοι εμφανίζονται οι καταναλωτές και σε σχέση με την εξέλιξη της ανεργίας, καθώς η ευρεία πλειοψηφία πιστεύουν πως τα επίπεδα της ανεργίας θα αυξηθούν «πολύ» ή «λίγο» (61% συγκριτικά με 54% τον Σεπτέμβριο του 2021).