Όλος ο Ελληνισμός και η Ορθόδοξη Χριστιανοσύνη θα γιορτάσουν σε λίγες ημέρες τη μεγάλη μητέρα μας. Την Παναγία!
Επιμέλεια: Γιάννης Χατζηιωαννίδης

 Το πρόσωπο της αποτελεί καταφύγιο για όλους τους ανθρώπους σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, όπως αυτοί που διανύουμε τώρα. Υπάρχουν πολλές μορφές της Παναγίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, που η κάθε μία τους περικλείει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αποτυπώνει βασικά στοιχεία του τόπου που βρίσκεται και των ανθρώπων που ζουν εκεί. Μία από τις σημαντικότερε μορφές της είναι η Παναγία Σουμελά.
Ονομάζεται και Παναγία των Ποντίων, μιας και ο αρχικός τόπος που βρίσκονταν η πρώτη εκκλησία-μοναστήρι ήταν ο Πόντος.
Το χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, στη σημερινή Τουρκία, είναι εδώ και αιώνες το σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού.
Μια τρισχιλιόχρονη πολιτεία αφήνεται στο χάδι της Μαύρης Θάλασσας, ενώ πίσω της απλώνεται η μεγαλειώδης ομορφιά των Ποντικών Αλπεων που κρύβουν στα σωθικά τους την Παναγία Σουμελά.
«Και ήλθον επί θάλατταν εις Τραπεζούντα, πόλιν Ελληνίδα, οικουμένη εν τω Ευξείνω Πόντω, Σινωπέων αποικίαν, εν τη Κόλχων χώρα» (Ξενοφώντος «Κύρου Ανάβασις»).
Κάπου εκεί κοντά στην πόλη που ιδρύθηκε το 756 π.Χ. αναφώνησαν «Θάλαττα! Θάλαττα!» οι Μύριοι. Από εκει περνούσε, αιώνες αργότερα, ο Δρόμος του Μεταξιού. Εκει μπαρκάρισε ο Μάρκο Πόλο για να επιστρέψει στη Βενετία μετά από 24 χρόνια στα βάθη της Ασίας.
Κυρίως, όμως, εκει έριξαν άγκυρα Ελληνες και μεγαλούργησαν για χιλιάδες χρόνια μέχρι την Ανταλλαγή των Πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Οι Πόντιοι πέρασαν από χίλια μύρια κύματα και επέζησαν.
Γνώρισαν βίαιους εξισλαμισμούς, λεηλασίες περιουσιών, εκτοπισμούς, βαναυσότητες πέραν περιγραφής από άτακτες ομάδες («Τσέτες») Λαζών και Κούρδων, τη φρίκη των «αμελέ ταμπουρού» («τάγματα εργασίας») στο Ερζερούμ και το Καρς, βιασμούς, ομαδικές δολοφονίες, αμέτρητους θανάτους από την πείνα και ανείπωτη εξαθλίωση μέχρι τον τελικό ξεριζωμό από τα αγιασμένα χώματά τους.
Γνώρισαν όμως και περιόδους ευημερίας κυρίως στους βυζαντινούς χρόνους. Μετά την πρώτη Αλωση της Πόλης από τους Φράγκους, ο Ανατολικός Πόντος ανεξαρτητοποιείται και ιδρύεται η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461), γνωστή και ως «Αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών», η οποία λειτούργησε ανταγωνιστικά αλλά και συμπληρωματικά απέναντι στην ασθμαίνουσα και παραπαίουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε ένα από τα τελευταία προπύργια απέναντι στην οθωμανική επέλαση, συνεχίζοντας την παράδοση των Ακριτών.

Πρόκειται για το αποκορύφωμα στη μακραίωνη ιστορία μιας πόλης που έκτοτε κατέχει τον άτυπο τίτλο της «Πρωτεύουσας του Πόντου», περνώντας στη σφαίρα του μύθου για τους Πόντιους αλλά και για όλους τους Ελληνες. Παρά τις αντιξοότητες ο Ελληνισμός της Τραπεζούντας κατόρθωσε να ανθήσει και στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ειδικά μετά το «Χάτι Χουμαγιούν» (1856), ένα διάταγμα που καθιέρωνε την ανεξιθρησκία.
Τότε δεκάδες χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί, γνωστοί ως «κλωστοί» ή «γυριστοί», επέστρεψαν φανερά στη χριστιανική πίστη. Χιλιάδες άλλοι παρέμειναν «κλωστοί» βλέποντας τα προσκόμματα που έβαζε η οθωμανική διοίκηση στους «τενεσούρ», τους «επανακάμψαντες» χριστιανούς. Εκείνο που ένωνε τους περισσότερους ήταν αυτή η υπέροχη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας, η ποντιακή διάλεκτος, που ομιλείται ακόμα και σήμερα σε περιοχές γύρω από την Τραπεζούντα, σε χωριά της Τόνιας (Tonya), της Ματσούκας (Macka) και του Οφεως (Of).
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός της πόλης της Τραπεζούντας ήταν σχεδόν μοιρασμένος. Στην πόλη λειτουργούσε Μητρόπολη, δεκάδες εκκλησίες και σχολεία με σημαντικότερο το φημισμένο «Φροντιστήριο». Ενδεικτικό της άνθησης της ελληνικής κοινότητας είναι το γεγονός ότι από τις 4 τράπεζες της πόλης οι 3 ήταν σε ρωμαίικα χέρια (ιδιοκτησίας Θεοφυλάκτου, Καπαγιαννίδη και Φωστηρόπουλου).
Η Τραπεζούντα σήμερα περιστρέφεται γύρω από το λιμάνι της που παραμένει σημαντικός κόμβος και ένα από τα σπουδαιότερα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Βρίσκεται εκεί που βρισκόταν πάντα, στον όρμο της Δαφνούντας.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ
Η παράδοση λέει πως οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έφτασαν το 386 στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου, ακολουθώντας την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά. Όλα άρχισαν από ένα κελί, ενώ ακολούθησε η ανέγερση εκκλησίας μέσα σε σπηλιά, στην οποία, σύμφωνα με την παράδοση, είχε μεταφερθεί από θαύμα η εικόνα. Στην εικόνα αυτή αποδίδονται πολλά θαύματα, όπως το πρόβλημα ύδρευσης του μοναστηριού, που λύθηκε με τρόπο «ανεξήγητο» με το νερό να αναβλύζει μέσα από έναν γρανιτένιο βράχο. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Μέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρέθηκε το 1868 το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Aκρίτα.

Το μοναστήρι δέχθηκε πολλές φορές επιθέσεις με αποτέλεσμα ληστείες και καταστροφές, μέχρι την ολοσχερή καταστροφή του. Πριν την αναγκαστική έξοδό τους, το 1923, οι μοναχοί έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού.

Η εικόνα και το ευαγγέλιο έμειναν θαμμένα μέχρι το 1930, όταν ο Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στην Τραπεζούντα για να τα πάρει πίσω. Λίγες μέρες αργότερα θα επέστρεφε στην Aθήνα «με τον Πόντο», όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος.

Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος». H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας ενώ αναζητείτο τόπος για τον «επανενθρονισμό» της. Τελικά το 1951 η επιθυμία των Ποντίων έγινε πράξη, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στη Βέροια.
Σημαντική και ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή στην ιστορία της μονής ήταν η τέλεση λειτουργίας, χοροστατούντος του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου τον Δεκαπενταύγουστο του 2010, 83 χρόνια μετά την αποχώρηση των τελευταίων μοναχών.