-Πρόσεχε τον Ακαμπέι. Είναι ο πιο πονηρός...


Ο Γρηγόρης, δίπλα μου, προειδοποιούσε. Την ίδια ώρα, προσπαθούσε να περάσει το βατραχάκι στην άλλη όχθη. Ο Λάμπρος, λίγο πιο πέρα, έβαφε ορθογώνια πλαίσια με μια βούρτσα.


Ο διάλογος με φόντο ένα Ουφάδικο ("Ηλεκτρονικό" το λέγαμε) του 1980: Τον Κρόνο...

Είναι, αλήθεια, πρωτοφανής η μανία με το Pokemon Go; Όχι, βέβαια! Την ίδια μανία ζήσαμε κι εμείς, πριν 35 χρόνια...

Τότε, υπήρχαν τα Ουφάδικα -ή "Ηλεκτρονικά".

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:

Το 1977, όποιος σύχναζε στα μπιλιαρδάδικα, ήταν "αλήτης". Τα μπιλιαρδάδικα, ή "μπαλάκια", είχαν ξεκινήσει την πορεία τους από τα τέλη της δεκαετίας του '50 και συνέχιζαν ακάθεκτα. Λίγο η δικτατορία, λίγο οι ταινίες του Δαλιανίδη, είχαν συνδέσει την ύπαρξή τους με την αλητεία. Κι ήταν, για εμάς τους ανήλικους, απαγορευμένα.

Ούτε στον Τάφο μπορούσαμε να μπούμε (στην Π. Π. Γερμανού, όπου αργότερα έγινε... αποθήκη εσωρούχων), ούτε στο μπιλιαρδάδικο της Καμάρας, δίπλα από... φροντιστήριο (που υπάρχει ακόμη)! Βρίσκαμε διέξοδο -μακριά από βλέμματα γνωστών που θα μας έστελναν καρφωτούς στο... οικογενειακό εκτελεστικό απόσπασμα- στο Δίον (απέναντι από τον τότε ομώνυμο κινηματογράφο -δύο έργα το ένα τσόντα) και στο μπιλιαρδάδικο κάτω από τη Θύρα 1 του γηπέδου της Τούμπας.

Εκεί στο Δίον ήταν η πρώτη μου επαφή με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι: Πινγκ Πονγκ. Μην περιμένετε τίποτε καραγκαγκάν γραφικά και τέτοια. Μια μαύρη οθόνη, χωρισμένη στη μέση από μία λευκή γραμμή, δυο μικρές παύλες (κάθετες) που έπαιζαν το ρόλο της ρακέτας και ένα τετραγωνάκι που έπαιζε το ρόλο της μπάλας. Παιζόταν από ένα ή δύο άτομα, ανάλογα με τα κέρματα που έριχνες. Τζόι στικ δεν υπήρχε εκείνη την εποχή. Αντ' αυτού μια... βίδα, που την βίδωνες δεξιά - αριστερά, ανάλογα με το πού ήθελες να πάει η μπάλα. Αν έχανες τρία μπαλάκια... γκέιμ όβερ και ψάχνε δίφραγκα...

Το 1980, όμως, ήταν η μεγάλη επανάσταση! Τα μπιλιαρδάδικα αντικαταστάθηκαν από τα Ουφάδικα. Τα ηλεκτρονικά παρέμεναν ογκώδη, αλλά είχαν αποκτήσει χρώμα. Όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά στα μάτια μας φάνταζε τεράστια η αλλαγή. Κι ας ξεχώριζες τα πίξελ σαν τη... μύγα μες στο γάλα...

Τρία ήταν τα αγαπημένα μου "Ουφάδικα": Ο Κρόνος, όπου πήγαινα με Γρηγόρη και Λάμπρο (στην περιοχή του Βαφοπούλειου, όπου αργότερα έγινε ταβέρνα και πριν ήταν σινεμά με την ίδια ονομασία), το 2000 στην Σβώλου(που, τότε, λεγόταν Πρίγκιπος Νικολάου) δίπλα από τον Ελλήσποντο (που τότε ήταν, ακόμη, σινεμάς κι όχι πάρκινγκ) και το Γκάλαξι, απέναντι από τη ΧΑΝΘ στην Τσιμισκή (πλέον είναι ένα... άδειο μεγάλο κατάστημα). Ήταν μαγαζιά με δεκάδες μηχανήματα και πολλά Πακ Μαν και Φοίνικες, που ήταν και τα αγαπημένα των περισσότερων.

Το αγαπημένο παιχνίδι της παρέας, ήταν το Πακ Μαν. Φάγαμε πολλά δεκάρικα (πού... το δίφραγκο του 1977! Το είχε φάει ο πληθωρισμός) για να καταλάβουμε ότι τα φαντασματάκια δεν είχαν ντιπ νιονιό, αλλά ακολουθούσαν ένα μοτίβο. Κι όταν το καταλάβαμε, αντί να μας τρώνε λάχανο, τρώγαμε τις πίστες τη μία πίσω από την άλλη.

Για να πω την αμαρτία μου, με το που κατάλαβα ότι υπήρχε μοτίβο, άλλαξα και προτιμήσεις. Το ΄ριξα στη Βούρτσα, μισούσα τον Κονγκ και τον Σούπερ Μάριο, αντιπαθούσα το φρεσκοεμφανισμένο Καράτε και συγχυζόμουν ιδιαίτερα με τον ατίθασο βάτραχο που δεν έλεγε να φθάσει απέναντι, αλλά γινόταν χαλκομανία στις ρόδες των φορτηγών...

Κι έπειτα, γύρω στο '90, ήρθε το Τέτρις. Στο μεταξύ, είχαν έρθει και τα πι-σι, κάτι τεράστια κουτιά, με εξίσου τεράστιες οθόνες, που δέχονταν χάρτινα φλόπι ντισκ για να κρατάς αρχείο και τα παιχνίδια πέρασαν στο σπίτι. Πλέον, δεν υπήρχε λόγος να σε αποκαλούν αληταρά και τεμπέλη, που τάιζες τα δραχοβόρα μηχανήματα των Ουφάδικων. Και δεν υπήρχε λόγος ύπαρξης και γι αυτά τα καταστήματα, που άλλαξαν κι έγιναν "φρουτάκια" για να συνεχίσουν να τρώνε, όχι απλά κατοστάρικα (ο πληθωρισμός επί ΠΑΣΟΚ κάλπαζε) αλλά περιουσίες ολόκληρες...

Πώς τα θυμήθηκα όλα αυτά; Είδα τη φωτογραφία που μου έστειλε ο θείος Νώντας, με τους πιτσιρικάδες στην πλατεία να αδιαφορούν πλήρως για όσα γίνονται γύρω τους και να κυνηγούν Πόκεμον. Έγραψα κι ένα στάτους προχθές, λίγο περιπαιχτικό, για τα Πόκεμον, τους πιτσιρικάδες και την ψήφο, όμως κάποιοι το πήραν σοβαρά και άρχισαν τις (σοβαρές;) απαντήσεις... Κι είπα να αποκαταστήσω τα πράγματα.

Μανίες για τους πιτσιρικάδες, υπήρχαν,  υπάρχουν και θα υπάρχουν. Κι οι μανίες αυτές θα διαλύονται όταν θα τους κοιτάνε, από απέναντι, δυο μάτια, με βλέμμα όλο νόημα. Τότε θα σταματάει το κυνήγι του Ακαμπέι, του Κονγκ, του Φοίνικα, του Πόκεμον. Θα σταματάει η καρδιά να χτυπά δυνατά για τα πίξελ. Θα χτυπά για λόγους άλλους, που αφήνουν -μερικές φορές- μια αίσθηση μικρού κενού στο στήθος, λες και κάνεις ελεύθερη πτώση και θα ανοίξει το αλεξίπτωτο την τελευταία στιγμή.

Καλό κυνήγι, σύντροφοι!

Δ.Ι.Ασ.