Κληρονομική γενετική αιτία για τις κοινές μορφές του πονοκεφάλου και της ημικρανίας εντόπισε διεθνής ομάδα ερευνητών. Η ανακάλυψη αυξάνει τις ελπίδες για την ανάπτυξη νέων πιο αποτελεσματικών φαρμάκων, για μια πάθηση που ταλαιπωρεί εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Επιστήμονες από 40 ερευνητικά κέντρα σε διάφορες χώρες, με επικεφαλής τον Άαρνο Παλότι του βρετανικού Ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger, παρουσίασαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό «Nature Genetics».
Οι ερευνητές μελέτησαν και σύγκριναν τα γονίδια περισσότερων των 50.000 ανθρώπων από τρεις χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία), τόσο ατόμων που υποφέρουν από πονοκεφάλους όσο και ανθρώπων που δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα. Με τον τρόπο αυτό, εντόπισαν μια μικροσκοπική γενετική παραλλαγή του DNA, η οποία, σε όσους ανθρώπους τη διαθέτουν στο γονιδίωμά τους, αυξάνει περίπου κατά 20% τον κίνδυνο να εμφανίσουν ημικρανίες και χρόνιους πονοκεφάλους.
Η μικρής έκτασης γενετική παραλλαγή (το λεγόμενο αλληλόμορφο), που αποκαλείται rs1835740, βρίσκεται στο χρωμόσωμα 8, ανάμεσα σε δύο γονίδια, τα PGCP και MTDH/AEG-1, και επιτρέπει σε μια "αγγελιαφόρο" χημική ουσία (νευροδιαβιβαστή), το γλουταμινικό, να συσσωρεύεται στις συνάψεις ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα, πράγμα που, όπως πιστεύουν οι ερευνητές, πυροδοτεί τον πονοκέφαλο. Αν όντως αυτό συμβαίνει, τότε αναμένεται να δημιουργηθούν φάρμακα που θα καταπολεμούν την συσσώρευση του γλουταμινικού στον εγκέφαλο.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι ημικρανίες και οι πονοκέφαλοι πλήττουν περίπου το 17% των γυναικών και το 8% των ανδρών στην Ευρώπη, μερικές φορές καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του ατόμου, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα της ζωής των κοινωνικών σχέσεων και της εργασίας του.
Ο χρόνιος πονοκέφαλος θεωρείται ότι προκαλείται όταν φλεγμονώδεις χημικές ουσίες απελευθερώνονται γύρω από τα νεύρα και τα αιμοφόρα αγγεία στον εγκέφαλο. Μερικές φορές, ο πόνος στο κεφάλι είναι αφόρητος κι άλλες φορές συνοδεύεται από αίσθημα ναυτίας και υπερευαισθησία στο φως και τους ήχους.
Μολονότι η συχνότητα και η διάρκεια των πονοκεφάλων ποικίλει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των ανθρώπων, το πρόβλημα παρουσιάζεται περισσότερο σε άτομα ηλικίας 35 - 45 ετών.