«Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας, μέχρι στιγμής είναι ένας μεμονωμένος σεισμός», δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM», ο καθηγητής Φυσικής Λιθόσφαιρας, Σεισμολογίας και Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής του ΑΠΘ Κώστας Παπαζάχος, για τον σεισμό μεγέθους 4,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που σημειώθηκε το πρωί σε θαλάσσια περιοχή 13 χιλιόμετρα δυτικά- βορειοδυτικά της Ξάνθης.
«Έχει κάποιους λίγους σεισμούς που τον έχουν συνοδεύσει, της τάξης των 2 βαθμών, απλά είναι σε μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας που δεν είναι συνηθισμένοι οι κάτοικοι σε σεισμικές δονήσεις και γι’ αυτό υπάρχει η ανησυχία», σημείωσε, διευκρινίζοντας ότι «ένας μεμονωμένος σεισμός που συμβαίνει σχεδόν κάθε εβδομάδα στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί από μόνος του να προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία, ωστόσο θα παρακολουθήσουμε πώς θα εξελιχθεί η ακολουθία το επόμενο χρονικό διάστημα».
Ο κ. Παπαζάχος επισήμανε ότι «προφανώς και (σ.σ. το επίκεντρο του σεισμού) είναι κοντά σε ένα μεγάλο ρήγμα, σε ένα σημείο στην προέκταση του ρήγματος της Ξάνθης μέσα στον ορεινό όγκο της Σταυρούπολής», εξηγώντας ότι «πολλοί από τους σεισμούς συμβαίνουν πάνω σε μεγάλες και γνωστές ρηξιγενείς δομές του ελληνικού χώρου και γι’ αυτό αξίζουν κάποιας ιδιαίτερης προσοχής», όμως «αυτό δε σημαίνει ότι κάθε φορά που συμβαίνει προκαλεί και κάποια ενεργοποίηση - για παράδειγμα στο ρήγμα της Κεφαλλονιάς υπάρχει συνεχόμενη σεισμική δραστηριότητα και σε πάρα πολλά άλλα ρήγματα» . «Απλά πρέπει να έχουμε τον νου μας πώς εξελίσσεται η ακολουθία. Η γένεση σεισμών σε ένα ρήγμα έχει ένα ενδιαφέρον, πρέπει να την παρακολουθούμε, αλλά από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό», είπε, διευκρινίζοντας ότι η σεισμική ακολουθία έως αργά το μεσημέρι ήταν εξαιρετικά υποτονική.
Η περιοχή της Θράκης, όπως ανέφερε ο καθηγητής, είναι από τις πιο «δύσκολες» περιοχές του ελληνικού χώρου, γιατί «ενώ είναι μια περιοχή χαμηλής σεισμικότητας- έχει πολύ χαμηλή μέση σεισμικότητα- έχει πολύ μεγάλα ρήγματα και σε ιστορικούς χρόνους έχει δώσει πολύ ισχυρούς σεισμούς που έχουν ξεπεράσει το μέγεθος 7».
«Σημαίνει ότι τα ρήγματα αυτά δε δίνουν σεισμούς αλλά σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, κάποιοι μπορεί να είναι και πολύ μεγάλοι. Είναι σαν να χιονίσει ξαφνικά στην Ιεράπετρα, δε συμβαίνει συχνά» σημείωσε, παρατηρώντας πως ο κόσμος δεν είναι εξοικειωμένος με τη σεισμική δραστηριότητα στην Ξάνθη όπως για παράδειγμα στην Κεφαλλονιά και στο Αίγιο. «Η δυσκολία της περιοχής είναι ότι δίνει μεγάλους σεισμούς αλλά σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Ο κόσμος θεωρεί ότι η Θράκη ανήκει σε ασεισμικές περιοχές, ενώ ασεισμικές περιοχές δεν υπάρχουν στον ελληνικό χώρο», σημείωσε, καταλήγοντας ότι είναι πολύ νωρίς για περαιτέρω εκτιμήσεις: «Να κάνουμε υπομονή, να δούμε πώς θα πάει η ακολουθία, αν αυτή επεκτείνεται χωρικά, αν υπάρχουν έντονοι μετασεισμοί κ.ά. Αν δεν περάσουν δύο με τρεις ημέρες δεν μπορούμε να έχουμε εικόνα. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι δε θα γίνει ένας ισχυρότερος σεισμός αύριο», επισήμανε ο καθηγητής σεισμολογίας.
Λέκκας: Χρειάζεται προσοχή
Ο καθηγητής Σεισμολογίας και πρόεδρο ςτου ΟΑΣΠ Ευθύμης Λέκκας, σημειώνει ότι χρειάζεται μία ιδιαίτερη προσοχή. «Εδώ το ρήγμα Ξάνθης-Χρυσούπολης-Καβάλας είναι μία μεγάλη τεκτονική δομή που έχει δώσει ένα πολύ μεγάλο σεισμό το 1829, της τάξεως των 7 βαθμών Ρίχτερ, και είχε προκαλέσει πολλές ζημιές και στην Ξάνθη και στην Χρυσούπολη και στην Καβάλα», ανέφερε διευκρινίζοντας ότι αυτές οι πόλεις ήταν τότε πολύ μικρές.
Έτσι, λόγω της προϊστορίας που υπάρχει στην περιοχή πρέπει να δοθεί προσοχή. «Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος πρέπει να ανησυχεί», συμπλήρωσε ο κ. Λέκκας προσθέτοντας ότι δεν θεωρεί πως υπήρξαν αρνητικά φαινόμενα και η μετασεισμική δραστηριότητα μέχρι τώρα δεν εμπνέει ανησυχία.
Γιατί είναι επιφυλακτικοί οι επιστήμονες
Οι σεισμολόγοι παραμένουν επιφυλακτικοί καθώς το συγκεκριμένο ρήγμα έδωσε στο παρελθόν έναν καταστροφικό σεισμό: Στις 5 Μαΐου του 1829, η γη της Θράκης σείστηκε από έναν από τους ισχυρότερους σεισμούς που έχει καταγραφεί ποτέ στη βόρεια Ελλάδα. Ένας σεισμός μεγέθους περίπου 7,3 Ρίχτερ (σύμφωνα με τις σύγχρονες εκτιμήσεις των σεισμολόγων) χτύπησε την ευρύτερη περιοχή Ξάνθης – Καβάλας – Δράμας, αφήνοντας πίσω του ερείπια, τρόμο και μια πόλη που θα έπρεπε να ξαναγεννηθεί από τα χαλάσματα.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται και στο βιβλίο «Οι σεισμοί της Ελλάδας», των Παπαζάχου Β. & Παπαζάχου Κ. (1989) ο σεισμός έγινε αισθητός έως την Κωνσταντινούπολη και το Βουκουρέστι. Η Δράμα και η Ξάνθη καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά, καθώς επίσης και πολλά χωριά των νομών αυτών. Επιπτώσεις είχε ο σεισμός αυτός και στην Καβάλα, στις Σέρρες, και στην Θεσσαλονίκη.

Σχόλια
Τα σχόλια ελέγχονται πριν από τη δημοσίευση. Απαντάμε σε επώνυμα σχόλια. Διαγράφουμε υβριστικά σχόλια, που μπορεί να προκαλέσουν εισαγγελική παρέμβαση.
Με τη λέξη επαλήθευσης που ζητάμε, προσπαθούμε να αποφύγουμε τα spam και τυχόν ιούς, που θα βλάψουν και το δικό σας υπολογιστή.