Στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης επανέρχονται οι πιέσεις στην καθημερινότητα των πολιτών, με τις «τσέπες» να αναδεικνύονται για ακόμη μια φορά στο κορυφαίο ζήτημα των δημοσκοπήσεων. Σε συνέντευξή του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης κλήθηκε να απαντήσει στο φαινομενικό παράδοξο: την ώρα που ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι περίπου 2 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν στους πολίτες, ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς προβλέπει αύξηση φορολογικών εσόδων κατά 2,5 δισ. ευρώ. «Υπάρχει μια αναντιστοιχία;» ρωτήθηκε ευθέως.
Ο κ. Μαρινάκης αντέτεινε ότι η αύξηση των εσόδων δεν προκύπτει από επιβάρυνση, αλλά από ανάπτυξη και πάταξη της φοροδιαφυγής. Επικαλέστηκε παραδείγματα από συνομιλίες του με συνταξιούχους, οι οποίοι παρότι αναγνωρίζουν τις ενισχύσεις, εξακολουθούν να αισθάνονται ότι χρωστούνται πίσω όσα στερήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. «Γιατί πήγε από 2.000 ευρώ στα 1.100;» ανέφερε χαρακτηριστικά, για να καταδείξει πως η κρίση και οι πολιτικές του παρελθόντος οδήγησαν σε βαθιά συρρίκνωση εισοδημάτων. «Εμείς κάνουμε το ανάποδο», υπογράμμισε, αναφέροντας τη μείωση χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη μείωση της ανεργίας και τη ραγδαία αύξηση επενδύσεων.

«Η μεγαλύτερη φορολογική μεταρρύθμιση των τελευταίων ετών»

Σε ερώτηση για το που κατευθύνονται τα 2 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός, ο εκπρόσωπος ήταν κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο». Κατά τον ίδιο, το πακέτο αφορά εξαγγελίες της ΔΕΘ: το 1,7 δισ. των παρεμβάσεων, την επιστροφή ενός ενοικίου και το επίδομα των 250 ευρώ σε συνταξιούχους. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη φορολογική μεταρρύθμιση που ενεργοποιείται από 1η Ιανουαρίου, χαρακτηρίζοντάς την «τη μεγαλύτερη των τελευταίων ετών». Εστίασε κυρίως στους νέους κάτω των 25, για τους οποίους ο φόρος εισοδήματος μηδενίζεται έως τις 20.000 ευρώ, αλλά και στη γενικότερη μείωση συντελεστών για όλα τα φυσικά πρόσωπα. «Το κέρδος μπορεί να είναι από 2.000 έως 4.000 ευρώ τον χρόνο», σημείωσε.
Παρά τις παροχές, οι δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν θεαματική βελτίωση για την κυβέρνηση, καθώς το ζήτημα της ακρίβειας παραμένει πρώτο στη λίστα των ανησυχιών. Ο κ. Μαρινάκης αναγνώρισε ότι «δεν πανηγυρίζουμε» και παραδέχθηκε ότι απαιτούνται περισσότερες παρεμβάσεις. Ωστόσο υπογράμμισε ότι η Ελλάδα έχει επί 13 από τους τελευταίους 16 μήνες χαμηλότερο συνολικό πληθωρισμό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παράλληλα επέμεινε ότι η αντιμετώπιση της ακρίβειας στη χώρα γίνεται «συγκριτικά καλύτερα από άλλες χώρες».

«Ο Τσίπρας επέβαλε 30 φόρους»

Η συζήτηση πέρασε και στα εσωτερικά της αντιπολίτευσης, με αφορμή το νέο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα και τα σενάρια περί ενδεχόμενου κόμματος υπό την ηγεσία του. Σύμφωνα με δημοσκόπηση της GPO, το 18,8% των ψηφοφόρων θα εξέταζε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εμφανίστηκε ατάραχος, υποστηρίζοντας ότι οι πολίτες δεν θα στραφούν σε έναν πολιτικό που «μας είχε 27ους στους 27 στην ανάπτυξη και επέβαλε 30 φόρους». Κατά τον ίδιο, η κυβέρνηση διατηρεί ισχυρό προβάδισμα, παρά τη φθορά επτά ετών στην εξουσία.
Στο επίμαχο ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, ο κ. Μαρινάκης παραδέχτηκε ότι αποτελεί «αρνητικό» της κυβέρνησης. Υποστήριξε όμως ότι έχουν γίνει εκτεταμένοι έλεγχοι, αποστολή 5.200 ΑΦΜ στη Δικαιοσύνη και διασταυρώσεις που οδήγησαν σε μπλοκαρίσματα. Για τον κ. Βάρρα, που παραμένει σύμβουλος της κυβέρνησης παρότι το όνομά του έχει εμπλακεί στη συζήτηση, ξεκαθάρισε ότι η αρμοδιότητά του «δεν έχει καμία σχέση με όσα συνέβησαν». Αναφερόμενος στον αγροτοσυνδικαλιστή Ξυλούρη («Φραπέ»), ο οποίος αρνήθηκε να εμφανιστεί για κατάθεση, απάντησε ότι η υπόθεση έχει πλέον παραπεμφθεί στον Εισαγγελέα: «Καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται».

«Απαράδεκτη κάθε αλλαγή συνόρων με τη βία»

Σε διεθνές επίπεδο, σχολίασε το προσχέδιο ειρηνευτικής πρότασης Τραμπ για το ουκρανικό. Η Ελλάδα –όπως τόνισε– παραμένει σταθερά στο πλευρό του αμυνόμενου, θεωρώντας «απαράδεκτη κάθε αλλαγή συνόρων με τη βία». Ωστόσο, το τελικό λόγο έχει «ένα κυρίαρχο κράτος όπως η Ουκρανία».
Τέλος, αναφέρθηκε στις ενεργειακές συμφωνίες μεταξύ αμερικανικών κολοσσών και ελληνικών εταιρειών, που –όπως είπε– ενισχύουν τη γεωπολιτική θέση της χώρας, δημιουργούν θέσεις εργασίας και εξασφαλίζουν σημαντικό οικονομικό όφελος. «Το μερίδιο της Ελλάδας δεν είναι 3%, είναι 40%», τόνισε, υποστηρίζοντας ότι οι επενδύσεις αυτές αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την αύξηση εσόδων και τη διατήρηση των κοινωνικών πολιτικών.