Γράφει ο Γιάννης Χατζηιωαννίδης

Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, που τέθηκε σε ισχύ από τα μέσα Σεπτεμβρίου, δεν είναι απλώς μια ακόμη τροποποίηση νομοθεσίας. Είναι, στην ουσία, μια δήλωση πρόθεσης: ότι η ελληνική πολιτεία θέλει επιτέλους να βάλει τάξη στην ανομία των δρόμων. Οι πρόσφατες περιπτώσεις –του Βασίλη Μπισμπίκη στη Φιλοθέη και της γυναίκας οδηγού που πιάστηκε δύο φορές να κινείται στη ΛΕΑ της Αττικής Οδού– ήρθαν να υπενθυμίσουν πως το πρόβλημα δεν είναι οι δρόμοι, αλλά η νοοτροπία μας.
Για χρόνια, η Ελλάδα αντιμετώπιζε τα τροχαία ως «μοίρα». Οι οδηγοί παρανομούσαν και έβρισκαν τρόπο να ξεφύγουν· τα πρόστιμα ήταν συμβολικά και η ευθύνη θολή. Ο νέος ΚΟΚ επιχειρεί να ανατρέψει αυτή τη νοοτροπία. Πλέον δεν τιμωρείται το όχημα, αλλά ο άνθρωπος πίσω από το τιμόνι. Και αυτό είναι θεμελιώδης αλλαγή. Γιατί, τελικά, δεν είναι το αυτοκίνητο που επιλέγει να τρέξει, να προσπεράσει ή να εγκαταλείψει το σημείο του ατυχήματος – είναι ο οδηγός.
Η περίπτωση Μπισμπίκη έδειξε και τα όρια του νόμου, αλλά και τη λογική του. Πολλοί απόρησαν γιατί δεν υποβλήθηκε σε αλκοτέστ, όμως η νομοθεσία προβλέπει ότι δεν μπορεί να εξεταστεί κάποιος που έχει απομακρυνθεί από τον τόπο του συμβάντος – γιατί θα μπορούσε να ισχυριστεί πως κατανάλωσε αλκοόλ μετά. Είναι ένα νομικό παράδοξο που φανερώνει πόσο περίπλοκη είναι η προσπάθεια για δικαιοσύνη και ακρίβεια στις οδικές παραβάσεις.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η άλλη υπόθεση, εκείνη της γυναίκας που μέσα σε τέσσερις ημέρες έκανε δύο φορές την ίδια παράβαση στη ΛΕΑ. Το μήνυμα είναι σαφές: ο νέος ΚΟΚ δεν συγχωρεί την επανάληψη. Ο υπότροπος δεν είναι «απρόσεκτος»· είναι επικίνδυνος. Και η αφαίρεση διπλώματος για 18 μήνες ή το πρόστιμο των 1.350 ευρώ δεν είναι υπερβολές, αλλά αναγκαίες πράξεις προστασίας του κοινωνικού συνόλου.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι ο νέος Κώδικας αγγίζει πλέον πτυχές που κάποτε θεωρούνταν «δευτερεύουσες»: τη χρήση κινητών και έξυπνων συσκευών, τη μεταφορά αντικειμένων, ακόμα και τον τρόπο που φερόμαστε στους άλλους οδηγούς. Η χρήση κινητού κατά την οδήγηση δεν είναι «μια μικρή απροσεξία» – είναι μια πράξη που σκοτώνει. Και τα πρόστιμα, που φτάνουν έως 4.000 ευρώ, αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτή τη σοβαρότητα.
Ακόμα και η ευγένεια, που μέχρι χθες θεωρούνταν θέμα ανατροφής, μπαίνει πλέον στη νομοθεσία. Προβλέπεται πρόστιμο 150 ευρώ και αφαίρεση διπλώματος για 40 ημέρες σε όποιον επιδεικνύει αντικοινωνική συμπεριφορά: ύβρεις, χειρονομίες, εκφοβισμό. Και πολύ σωστά. Γιατί ο δρόμος δεν είναι χώρος εκτόνωσης, αλλά χώρος συνύπαρξης. Η οδήγηση δεν είναι ατομική πράξη, είναι κοινωνική ευθύνη.
Κάποιοι ίσως πουν πως όλα αυτά είναι υπερβολικά. Πως δεν μπορεί ο νόμος να επιβάλλει την ευγένεια ή να τιμωρεί τις «σαγιονάρες». Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: αν η παιδεία δεν μπορεί να διδάξει τον σεβασμό, τότε ίσως χρειαστεί να το κάνει η ποινή. Η ασφάλεια δεν εξαρτάται από τις κάμερες και τα φανάρια, αλλά από την πειθαρχία και την ενσυναίσθηση των οδηγών.
Ο νέος ΚΟΚ, με όλα τα αυστηρά του μέτρα, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Όχι γιατί θα λύσει μαγικά το πρόβλημα των τροχαίων, αλλά γιατί επιτέλους στέλνει το σωστό μήνυμα: πως η οδήγηση δεν είναι δικαίωμα χωρίς υποχρεώσεις. Αν μάθουμε να σεβόμαστε τον δρόμο, ίσως μάθουμε και να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον. Και τότε, τα πρόστιμα θα πάψουν να είναι φόβητρο – θα είναι απλώς περιττά.