Ο Steven Spielberg δεν μιλά συχνά για το ποια ταινία θεωρεί την κορυφαία όλων των εποχών. Όταν όμως το κάνει, όλοι σωπαίνουν και ακούν. Και πώς να μην το κάνουν; Μιλάμε για τον άνθρωπο που μας χάρισε το E.T., το Jaws, και τη Λίστα του Σίντλερ – έναν από τους πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες όλων των εποχών.

Στην 50ή τελετή απονομής των AFI Life Achievement Awards, ο Spielberg τίμησε τον Francis Ford Coppola με λόγια που δύσκολα ξεχνιούνται:
"Όταν είμαστε νέοι, θέλουμε να κάνουμε περήφανους πρώτα τους γονείς μας, μετά τους φίλους, μετά τους συναδέλφους μας και τέλος τους συντρόφους μας, αλλά εσείς, κύριε, δεν έχετε αντίπαλο". Η φράση του αυτή συνοψίζει το δέος που νιώθει για τον Coppola – τον σκηνοθέτη που του έδειξε τι σημαίνει να αλλάζεις για πάντα τον τρόπο που αφηγείται ιστορίες το αμερικανικό σινεμά.

Η μεγαλύτερη ταινία που έγινε ποτέ στο Χόλιγουντ

Όχι, η ταινία που θεωρεί "τη μεγαλύτερη που έγινε ποτέ στο Χόλιγουντ" δεν είναι το Apocalypse Now, ούτε The Conversation. Ο Spielberg αναφέρεται ξεκάθαρα στο The Godfather του 1972.
"Το έργο του Coppola αναδιαμόρφωσε το αμερικανικό σινεμά", είπε. "Ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά αφηγητών".
Οι δύο τους γνωρίστηκαν στα τέλη των ’60s, όταν παρακολούθησαν μαζί μια μικρού μήκους ταινία του George Lucas. Από τότε, οι τρεις τους –Spielberg, Coppola και Lucas– θα γίνονταν το τρίγωνο της επανάστασης του Νέου Χόλιγουντ: ο ένας έφερε τους εξωγήινους (Close Encounters), ο άλλος την οικογένεια Corleone, και ο τρίτος τους Jedi.
Και όμως, η δημιουργία του The Godfather παραλίγο να τιναχτεί στον αέρα. Η Paramount δεν πίστευε στο πρότζεκτ. Είχε αμφιβολίες για το σενάριο, τη διάρκεια, ακόμα και για τον νεαρό τότε Al Pacino στον ρόλο του Michael. Ο ίδιος ο Coppola πέρασε δύσκολες μέρες στο γύρισμα: "Ήταν η πιο τρομακτική και καταθλιπτική εμπειρία που είχα ποτέ", δήλωσε χρόνια μετά.
Και όμως, αυτή η "εφιαλτική" εμπειρία οδήγησε σε ένα φιλμ που μπήκε στο DNA του παγκόσμιου πολιτισμού. Το The Godfather έγινε θρύλος. Κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Διασκευασμένου Σεναρίου (βασισμένο στο βιβλίο του Mario Puzo), και χάρισε στον Marlon Brando ένα ακόμα Όσκαρ – παρά τις αρχικές ενστάσεις της παραγωγής.