Διαφωνεί με το νομοσχέδιο για την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση η Σύγκλητος του ΑΠΘ. Θεωρεί ότι "Αν και το εκτενές μέρος του νομοσχεδίου με τον εμβληματικό τίτλο «Ενίσχυση Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» περιλαμβάνει αρκετές ρυθμίσεις για το δημόσιο πανεπιστήμιο που κινούνται γενικά προς μια σωστή κατεύθυνση, καθώς διορθώνει αρκετές από τις διαπιστωμένες δυσλειτουργίες του υφιστάμενου νομικού πλαισίου, οι περισσότερες εξ αυτών εξαντλούνται, σε μεγάλο βαθμό, σε τεχνικές λεπτομέρειες".
Αναφέρει χαρακτηριστικά σε ομόφωνη απόφασή της, ότι «Οι βελτιώσεις αυτές δεν είναι του μεγέθους και της σημασίας που απαιτείται για την ουσιαστική αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου ούτε περιορίζουν τη γραφειοκρατία, καθώς συνεχίζουν την πρακτική της υπερρύθμισης όλων των πτυχών της ακαδημαϊκής λειτουργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το θεσμικό πλαίσιο των μη κρατικών πανεπιστημίων ρυθμίζεται στο νομοσχέδιο σε μόνο 26 σύντομα άρθρα, με πολύ σημαντικά θέματα (διοίκηση, προσόντα και εξέλιξη προσωπικού, προγράμματα και τίτλοι σπουδών) να μένουν ανοικτά και να παραπέμπονται στο καταστατικό λειτουργίας και στους εσωτερικούς τους κανονισμούς εν αντιθέσει με τα εκατοντάδες άρθρα του ν. 4957/2022 που διέπουν τη λειτουργία ενός δημόσιου Α.Ε.Ι.».
Στην ομόφωνη απόφασή της η Σύγκλητος ζητά διαβούλευση τονίζοντας πως τόσο το σώμα, όσο και ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα, «παρακολουθούν με εύλογη ανησυχία τις εξελίξεις στον χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ιδίως μετά την κατάθεση σχεδίου νόμου περί ίδρυσης μη κερδοσκοπικών παρατημάτων ξένων πανεπιστημίων με τον χαρακτηρισμό τους ως Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ).
Η ίδρυση αυτή των ΝΠΠΕ αποτελεί μια κεντρική πρόκληση και μείζονα αλλαγή στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία αναμένεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων, ιδιαίτερα αν δεν υπάρξει ουσιαστική και σε μόνιμη βάση στήριξη και ενίσχυσή τους.
Μια τέτοιας έκτασης αλλαγή στο τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης απαιτεί ουσιαστική διαβούλευση με την ακαδημαϊκή κοινότητα σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα».
Ειδικά για τις «σύντομες διατάξεις» του νομοσχεδίου που διέπουν τη λειτουργία των ΝΠΠΕ υπογραμμίζει ότι «δεν παρέχουν επαρκείς εξασφαλίσεις για την αξιόπιστη και ποιοτική ακαδημαϊκή λειτουργία τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και πιστοποίησή τους, τη διασφάλιση του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, την περιορισμένη εποπτεία του κράτους, το μοντέλο διοίκησης, τα προσόντα και την εξέλιξη προσωπικού, τον έλεγχο της ποιότητας του προγράμματος και των τίτλων σπουδών, τη διάρκεια σπουδών, τα κριτήρια εισαγωγής, κ.ά.».
Επισημαίνει ότι «πρωταρχική επιλογή της πολιτείας και προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε επιχειρούμενη μεταρρύθμιση στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να είναι η ουσιαστική ενίσχυση και αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου με την περαιτέρω ενδυνάμωση του αυτοδιοίκητου και της αυτονομίας του, την αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, τη στελέχωσή τους με ανθρώπινο δυναμικό, τη συντήρηση και ανάπτυξη των υποδομών και την απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών» και καταλήγει:
«Η Σύγκλητος του ΑΠΘ θεωρεί ότι η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία δεν αντιμετωπίζει επαρκώς όλα τα παραπάνω ζητήματα. Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί ευθύνη της πολιτείας. Για τον λόγο αυτό, ζητά τη θεσμική ενδυνάμωση και οικονομική ενίσχυση  του κατεξοχήν φορέα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έρευνας και παραγωγής καινοτομίας στη χώρα μας, που είναι και θα παραμείνει το δημόσιο πανεπιστήμιο».