Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Χίτσκοκ αντιμετώπιζε με πολύ άσχημο τρόπο τους ηθοποιούς του. Καιρός να γνωρίσουμε τον Αλμπέρ Σέρα, έναν Καταλανό σκηνοθέτη που ήρθε στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και παραδέχεται ότι
είναι... αυταρχικός με τους ηθοποιούς των ταινιών του!
Έχει, πάντως, τον... λόγο του:
Μιλώντας για την τελευταία ταινία του με τίτλο "Ελευθερία" και τις γυμνές της σκηνές, τόνισε ότι από τη στιγμή που υπάρχει γυμνό, όλα αλλάζουν. Πολλοί επαγγελματίες ηθοποιοί αρνούνται να γυρίσουν γυμνές σκηνές, παρότι είναι η δουλειά τους.
«Γιατί άραγε; Η γύμνια είναι κομμάτι της ίδιας της ζωής. Γιατί λοιπόν αρνούνται; Γιατί είναι εκτεθειμένοι. Το γυμνό γεννά αμεσότητα. Όλη η ματαιοδοξία χάνεται και ο ηθοποιός εκτίθεται. Εκτίθεται στον πόθο. Έναν πόθο που μπορεί να πάει προς το καλό, αλλά και προς το κακό, το σκοτεινό. Αυτό τελικά δημιουργεί τεράστια ένταση. Ο πόθος είναι εκεί και ο έλεγχος χάνεται. Ο ηθοποιός δεν μπορεί να ελέγξει εντελώς τι αναδίδει το ίδιο του το σώμα. Η αμεσότητα φέρνει και μεγάλη ένταση. Άρα, με ποιόν τρόπο μπορεί κανείς να το ξεπεράσει αυτό; Με την πίεση. Με τον αυταρχισμό. Εκεί είναι λοιπόν που εγώ πιέζω τους ηθοποιούς μου ακόμη περισσότερο. Κάνοντάς τους να δεχτούν το απαράδεκτο, το προσβλητικό. Όταν τελικά φτάνεις στα όρια, συμβαίνουν πράγματα. Όχι πάντοτε, αλλά συνήθως κάτι συμβαίνει. Γι’ αυτό ο ρόλος του σκηνοθέτη είναι, όχι να χρησιμοποιεί, αλλά να κάνει κατάχρηση των ηθοποιών. Και αυτό γιατί υπάρχει ξεκάθαρος καλλιτεχνικός στόχος πίσω από την όλη διαδικασία. Ο μόνος τρόπος για να τους κάνω να καταλάβουν είναι να τους κακομεταχειρισθώ. Να φτάσουν στα άκρα», υπογράμμισε.
Στο μάστερ κλας που παρέδωσε στο πλαίσιο του 60ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης,  είπε:

Υπηρετώ το μη σινεμά


«Ο τρόπος που σκηνοθετώ, που γυρίζω ταινίες, είναι συνδεδεμένος με την προσωπικότητά μου. Δεν προσπαθώ να υπηρετήσω τις ιδέες του σινεμά, αλλά του μη σινεμά. Του πώς δηλαδή θα μπορούσε να εντυπωθεί η ίδια η ζωή μέσα από το σινεμά. Όταν αποφασίζεις να γυρίσεις μια ταινία, τότε αποφασίζεις να ζήσεις και σε έναν καινούριο κόσμο. Όλα είναι διαφορετικά και οι κανόνες αλλάζουν. Τα πάντα γίνονται πιο έντονα, πιο συμπιεσμένα, πιο στιλπνά. Ζεις τη ζωή και τα γεγονότα ταχύτερα», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, ο κ. Σέρα ανέφερε ότι δεν σπούδασε σινεμά, αλλά λογοτεχνία, εξηγώντας παράλληλα ότι επηρεάστηκε κυρίως από την αμερικανική μουσική του 1960 και του 1970 αλλά και από τα αβάν-γκαρντ καλλιτεχνικά ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα. Επιπλέον, ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό πολύ κοντά στην πόλη όπου μεγάλωσε και μεγαλούργησε ο Σαλβαντόρ Νταλί, ένας καλλιτέχνης που «έζησε κάθε στιγμή τη ζωής του τελείως διαφορετικά από αυτές των υπόλοιπων ανθρώπων. Ένας καλλιτέχνης που έσπαγε μόνιμα τους κανόνες. Ποτέ μου δεν αντίκρυσα ξανά κάποιον σαν αυτόν», επεσήμανε.
Συνεχίζοντας να μιλά για την κινηματογραφική του τακτική, ο κ. Σέρα είπε ότι προφανώς η μέθοδος αυτή χρειάζεται χρόνο. Δήλωσε εμμονικός με αυτό αλλά, κατά τη γνώμη του, μόνο με αυτόν τον τρόπο γεννιέται η έμπνευση. Ο φακός της κάμερας απαθανατίζει πολλά και πολλές φορές συλλαμβάνει τελείως διαφορετικά πράγματα από το ανθρώπινο μάτι. «Πολλές φορές, όταν κάτι μοιάζει αόρατο, η κάμερα μπορεί να το αιχμαλωτίσει. Ο στόχος μου είναι να ταιριάξω απόλυτα το ανθρώπινο μάτι με το “μάτι” της κάμερας. Γι’ αυτό πάντοτε χρησιμοποιώ φακούς που ζουμάρουν. Ελάχιστες φορές έχω κάποιον βοηθό στην εστίαση της εικόνας. Φανταστείτε λοιπόν την αυτονομία που μου προσφέρουν 3 ψηφιακές κάμερες που δουλεύουν ταυτόχρονα, όλες με φακούς αυτού του τύπου. Η ενέργεια που αναδύεται από τις λήψεις είναι φανταστική», σημείωσε.



Πηγή έμπνευσης οι κακές κριτικές


Αφού τόνισε ότι πολλές φορές ακόμη και οι κακές κριτικές μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν, συνέχισε λέγοντας ότι οι διευθυντές φωτογραφίας συναντούν πολλές δυσκολίες στο να ασπασθούν πλήρως τη μέθοδό του. «Προσπαθώ να διδάξω στους χειριστές της κάμερας να μην κάνουν ποτέ συμβατικές κινήσεις. Η κάμερα πρέπει απλώς να βρίσκεται εκεί, να καταγράφει και να αφήσει την έμπνευση να έρθει. Σαν κάποιου είδους επιφοίτηση. Για παράδειγμα, πρέπει να καταγράφει έναν άνθρωπο να σκέφτεται, χωρίς να γνωρίζει τι πραγματικά έχει μέσα στο μυαλό του. Γι’ αυτό το λόγο τρέφω πολύ μεγάλο σεβασμό στους κάμεραμεν. Προσωπικά, δεν έχω χρησιμοποιήσει κάμερα σχεδόν ποτέ μου, αλλά πάντοτε επιλέγω εγώ τις κάμερες με τις οποίες θα γυριστούν οι σκηνές από τις ταινίες μου. Επίσης, δεν θέλω να παρεμβαίνω καθόλου ως προς το τι ακριβώς θα υπάρχει μπροστά από την κάμερα. Να μην επικοινωνώ με τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Δεν θέλω να είμαι μέσα στα πράγματα και τελικά δεν έχω ποτέ ολόκληρη εικόνα του τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν μου αρέσει να συνθέτω τα πλάνα. Η αποστολή μου είναι απλώς να προκαλώ πράγματα να συμβούν. Να φέρνω σε αρμονία τις τρεις λήψεις από τις τρεις κάμερες. Και να επιλέγω στη συνέχεια ό,τι καλύτερο έχει καταγράψει η κάμερα μέσω της διαδικασίας του μοντάζ», εξήγησε.
Στη συνέχεια, ο Καταλανός σκηνοθέτης πρόσθεσε ότι μόνο σε δύο στιγμές της παραγωγής δεν εμπιστεύεται κανέναν, παρά μόνο το ένστικτό του. Στο καστ, δηλαδή στην επιλογή των ηθοποιών. Αλλά και στα πολύ αρχικά στάδια της διαδικασίας του μοντάζ, όταν ο ίδιος εξετάζει με κριτική ματιά τα πλάνα του. «Το μοντάζ ξεκινά στο χαρτί και όχι στο κομπιούτερ και εκεί βλέπω τυχαία σκηνές χωρίς καμιά χρονική ή αφηγηματική συνέχεια. Απλώς επιλέγω ό,τι μου αρέσει, ακόμη κι αν δεν έχει συνοχή. Με αυτή τη μέθοδο γνωρίζω ότι δεν μπορώ να κάνω το τέλειο αφηγηματικό φιλμ, αλλά δεν με ενδιαφέρει. Πολλοί από τους μοντέρ μου δεν το αντέχουν αυτό και φεύγουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας», συμπλήρωσε χαμογελώντας.