Του ΚΡΙΤΩΝΑ ΒΑΣΙΛΙΚΟΠΟΥΛΟΥ*


Η διεκδίκηση της Μακεδονίας από τους σλάβους είναι ιστορία αιώνων. Η Ελλάδα έχασε σε διάφορες ιστορικές περιόδους την δυνατότητα να λύσει οριστικά το ζήτημα, με κορυφαία την απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να εμποδίσει τον Κωνσταντίνο να καταλάβει το Μοναστήρι, το οποίο ήταν τότε μια ελληνική πόλη.

Οι γνωστές δικαιολογίες περί κινδύνου κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους, είναι η εκ των υστέρων προσπάθεια να αγιογραφηθεί ως «εθνάρχης» ο Βενιζέλος.
Η πραγματικότητα είναι ότι το «δόγμα Βενιζέλου» δεν ήταν ποτέ το «η Ελλάδα δεν πηγαίνει εκεί όπου δεν έχει εθνολογική βάση», αλλά το «η Ελλάδα δεν πηγαίνει εκεί όπου δεν θέλουν τοι αγγλογάλλοι»-το αποδεικνύουν η Μακεδονία, η Βόρειος ήπειρος, η Ανατολική Θράκη, η Κύπρος,κλπ.
Το «μακεδονικό» στον 20ό αιώνα είναι συνυφασμένο με τον ανταγωνισμό των «δύο κόσμων» που αναδύθηκαν στα Βαλκάνια μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και χρησιμοποιήθηκε εδώ ως «εργαλείο» ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ των δύο προδοτικών ομάδων που οδήγησαν την Ελλάδα στον εμφύλιο.
Η προδοτική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, μπορεί να είχε μηδενική γεωπολιτική σημασία, αλλά «επέτρεψε» στο εξίσου προδοτικό κράτος της δεξιάς και του «κέντρου» να στήσει στον τοίχο ή να στείλει στα ξερονήσια και στις φυλακές χιλιάδες αληθινούς πατριώτες.
Έτσι ακριβώς αντιμετωπίστηκε από τις «πολιτικές ηγεσίες» μας-με εξαίρεση φυσικά τον Ανδρέα Παπανδρέου- και το πρόβλημα της νέας διεκδίκησης της Μακεδονίας τα τελευταία τριάντα χρόνια, δηλαδή το δήθεν πρόβλημα του «ονόματος».
«Δήθεν»,γιατί το «όνομα» είναι το «όχημα» του σλαβικού επεκτατισμού.
Η αναγνώριση χώρας με την λέξη Μακεδονία ,είτε αυτοτελή, είτε ως συνθετικό, σημαίνει αναγνώριση ύπαρξης μιας «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας.
Ο εφησυχασμός –δήθεν- διάφορων πολιτικών και…«πνευματικών» ταγών που συμπυκνώνεται στο αστείο «όλος ο κόσμος ξέρει ότι ο Αλέξανδρος ήταν Έλληνας», είναι απλώς μια ακόμα απόδειξη του δοσιλογισμού που διακρίνει, διαχρονικά, αυτές τις «ηγεσίες».
Αρκεί να θυμηθούμε ότι πολύ πρόσφατα, ο νυν Πρόεδρος του Ευρωπαΐκού Κοινοβουλίου, ο εξ Ιταλίας και ευρωπαΐκής δεξιάς ορμώμενος Αντόνιο Ταγιάνι, επισκεπτόμενος τα Σκόπια, δήλωσε δημοσίως «ευτυχής» που βρισκόταν «στην πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου»-δεν γνωρίζω τις γραμματικές γνώσεις του κυρίου, αλλά υποθέτω ότι θα είναι τουλάχιστον τελειόφοιτος Δημοτικού για να γίνει Πρόεδρος του Ε.Κ.
Ας φανταστούμε λοιπόν τον «μέσο πολίτη» του κόσμου σε πενήντα χρόνια από τώρα...
Είναι αδιανόητο η σημερινή Ελλάδα,με τόση πικρή πείρα από τις συνέπειες της έλλειψης διορατικότητας και της τυφλής προσήλωσης στην «ασφάλεια» που δήθεν παρέχουν οι εκάστοτε «συμμαχίες» να αντιμετωπίζει και πάλι ένα κορυφαίο εθνικό ζήτημα με όρους μικροκομματικής σύγκρουσης.
Ας «θυμηθούμε»: την ώρα που κατέρρεε ο «υπαρκτός» και τα Βαλκάνια μετατρέπονταν σε φυτώριο «νέων κρατών», η εγχώρια «πολιτική ηγεσία» της τότε αντιπολίτευσης, σύσσωμη,ξημεροβραδιαζόταν με έναν και μοναδικό στόχο: την πολιτική, ηθική και βιολογική εξόντωση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Και όταν με την στήριξη του ενιαίου Συνασπισμού ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έγινε Πρωθυπουργός, το κλίμα του διχασμού στην ελληνική κοινωνία έφτασε στο αποκορύφωμά του και επί τρία χρόνια ,ενώ στην γειτονιά μας γινόταν μια γεωπολιτική κοσμογονία, εμείς ασχολούμασταν με τον κύριο Κόκκινο, τον κύριο Κοσκωτά και τον κύριο Μαμανέα…
Απολύτως φυσιολογικά λοιπόν, η Ελλάδα, η ΜΟΝΗ χώρα των Βαλκανίων που μετά τον Β΄ΠΠ «πήγε» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με την Δύση, βρέθηκε μέσα από αυτή την περίοδο όχι απλώς να μην έχει κερδίσει το αυτονόητο-την γεωπολιτική και οικονομική επέκταση της επιρροής της στην περιοχή-αλλά να έχει να αντιμετωπίσει και πάλι το «μακεδονικό» με νέους όρους.
Ο Ανδρέας υπήρξε ο μόνος που προσπάθησε πραγματικά να δώσει εθνικά ανεκτή λύση.
Η επιβολή του εμπάργκο οδήγησε σε απτά και σημαντικά αποτελέσματα: ο Γκλιγκόρωφ πανικόβλητος από τις συνέπειες στην διαβίωση του πληθυσμού του κρατιδίου (ελλείψεις σε τρόφιμα, καύσιμα,κλ.) έσπευσε να αλλάξει την σημαία και να απαλείψει τα «αλυτρωτικά» άρθρα από το σύνταγμα των Σκοπίων.
Η ηγεσία του γειτονικού κρατιδίου αντιμετώπιζε τον κίνδυνο εξέγερσης του μη σλαβικού στοιχείου, αλλά και του συνόλου του πληθυσμού αν το εμπάργκο συνεχιζόταν.
Το εμπάργκο όμως «έσπασε».
Από «μέσα». Και αυτό είναι ένα ζήτημα που η διερεύνησή του, η ιστορική και η νομική, παραμένει εκκρεμής…
Και σε συνδυασμό με την έλλειψη πραγματικής πολιτικής στήριξης από την αντιπολίτευση αλλά και από μεγάλο μέρος του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, αλλά και την ομοβροντία της πίεσης από τον «διεθνή παράγοντα», φτάσαμε στην «ενδιάμεση συμφωνία» και στο FYROM.
Τα όσα ακολούθησαν για να καταλήξουμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, είναι μια ακόμα επιβεβαίωση της θλιβερής νεοελληνικής πολιτικής παθογένειας, με εξαίρεση φυσικά την πατριωτική στάση του Κώστα Καραμανλή στο Βουκουρέστι.
Εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, εδώ που κατάντησαν την Ελλάδα οι δυνάμεις της διαπλοκής και της συνεπαγόμενης από αυτήν πλήρους εξάρτησης στις διαθέσεις τρίτων, καθώς δίνουμε από το 2015 την μάχη για την κοινωνική, οικονομική, άρα και γεωπολιτική αναγέννηση του κράτους μας, θα είναι ολέθριο σφάλμα να επιτρέψουμε στις δυνάμεις του χθες να «παίξουν» με το εθνικό ζήτημα, όπως ήδη προαναγγέλλουν ξεδιάντροπα «επιφανείς» εκπρόσωποί τους.
Από τις δικές τους επιλογές η Πατρίδα βρέθηκε και στο «μακεδονικό» με την πλάτη στον τοίχο. Θα είναι αληθινό έγκλημα να γίνει το «μακεδονικό» η αιτία της παλινόρθωσής τους.
Αλλά θα είναι ακόμα μεγαλύτερο, ασύγκριτα μεγαλύτερο έγκλημα να αναγνωρίσει η Ελλάδα πως υπάρχει «μακεδονική» εθνότητα.
Και μια τέτοια «αναγνώριση», ακόμα και αν την «νομιμοποιούσε» δια της ψήφου του-και με συντριπτική πλειοψηφία- ο ζων σήμερα ελληνικός λαός, θα ήταν ιστορικά, πολιτικά και ηθικά άκυρη.
Γιατί η Μακεδονία δεν «μας ανήκει».
Της ανήκουμε.

*Ο Κρίτωνας Βασιλικόπουλος είναι δημοσιογράφος