Λύση στο πρόβλημα της λαθρεμπορίας υγρών καυσίμων υποσχέθηκε, από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε για εκδήλωση της «Ένωσης Οικονομολόγων Συναφών Επιστημόνων και Επιχειρηματιών», ο Δημήτρης Μάρδας.


Όπως είπε, θα καταθέσει, μέσα στο επόμενο 15νθήμερο, τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε επίπεδο νομοθεσίας, υπουργικών αποφάσεων και ενεργειών, για να «κλειδώσει» το σύστημα ελέγχου της διακίνησης καυσίμων και να μην παρουσιάζει «οπές διαφυγής». 

Όπως ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Δημήτρης Μάρδας, στόχος είναι να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το φαινόμενο του λαθρεμπορίου καυσίμων, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία.

Μιλώντας σε στη Θεσσαλονίκη, με θέμα το οικονομικό έγκλημα, ο κ. Μάρδας, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο σημερινό πλαίσιο του συστήματος ελέγχου διακίνησης καυσίμων και σε πιθανές αδυναμίες του. Έφερε, ως παράδειγμα, την ύπαρξη δύο μορφών αποθηκών καυσίμων, τις χαρακτηρισμένες ως «φορολογικές», που βρίσκονται μέσα στα διυλιστήρια και τις λεγόμενες «ελεύθερες», των εμπόρων, που είναι διάσπαρτες σε όλη τη χώρα.

«Τα συστήματα εισροών και εκροών τοποθετήθηκαν μόνο στις "φορολογικές" αποθήκες και στα πρατήρια. Δεν τοποθετήθηκαν είτε στις "ελεύθερες", είτε στην αποθήκη εκείνη, όπου συγκεντρώνεται το αργό πετρέλαιο», τόνισε ο κ. Μάρδας.

«Θα αναρωτηθεί κάποιος, γιατί έγινε αυτό το πράγμα; Δε μπορώ να αποδείξω μια απάντηση, που έχω στο μυαλό μου και γι΄ αυτό δεν υπάρχει λόγος να σας την πω. Αλλά, όταν υπάρχει μια αλυσίδα αξίας και θέλεις να συλλάβεις ένα φαινόμενο, πιάνεις όλους τους κρίκους της αλυσίδας κι όχι μόνο τους μισούς. Εμείς θα πιάσουμε όλους τους κρίκους της αλυσίδας», πρόσθεσε.

Ο κ. Μάρδας ανέφερε ότι διάφορες εκτιμήσεις ανεβάζουν τη φοροδιαφυγή από το λαθρεμπόριο καυσίμων σε 1,5 δισ. ευρώ ετησίως, άλλες σε 500 εκατομμύριο ευρώ, αλλά ανεξαρτήτως αυτού - όπως είπε - πρωτίστως το θέμα είναι να «κλειδώσει» το σύστημα ελέγχου και να μην παρουσιάζει «οπές διαφυγής».

Ο αναπληρωτής υπουργός υπογράμμισε ότι εξετάζονται, επίσης, ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση του παραεμπορίου, του λαθρεμπορίου τσιγάρων, του παράνομου τζόγου και για το «ξέπλυμα μαύρου» χρήματος, αρχικώς, αυτού που βρίσκεται στο εξωτερικό.