Το 1919 η Βραζιλία κέρδισε με 1-0 την Ουρουγουάη και ανακηρύχτηκε πρωταθλήτρια Νότιας Αμερικής. Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους του Ρίο. Μπροστά, μπροστά σηκωμένο ψηλά σαν σημαία ένα λασπωμένο ποδοσφαιρικό παπούτσι, με μια καρτελίτσα πάνω που έγραφε: « Το δοξασμένο παπούτσι του Φρίντενράιχ». Την επόμενη μέρα αυτό το παπούτσι, με το οποίο είχε επιτευχτεί τοπ νικητήριο γκολ, τοποθετήθηκε στην βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου στο κέντρο της πόλης. Ο Αρτουρ Φρίντενράιχ , ήταν υιός ενός Γερμανού και μιας μαύρης πλύστρας, έπαιξε ποδόσφαιρο στην μεγάλη κατηγορία του Βραζιλιάνικου πρωταθλήματος για είκοσι έξη χρόνια και δεν πήρε ποτέ μια δεκάρα. Κανείς δεν έβαλε τόσα γκολ στην ιστορία ποδοσφαίρου. Έβαλε περισσότερα γκολ και από τον μεγάλο κανονιέρη, τον μοναδικό Πελέ, επίσης μέλλος της εθνικής Βραζιλίας στα Μουντιάλ του 1958, 1962, 1970, ο οποίος υπήρξε ο μεγαλύτερος σκόρερ του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Όπως αναγράφηκε στην ιστορία του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας ο Πελέ σημείωσε 1279 γκολ ενώ ο Φρίοντενραιχ 1329. Αυτός ο μιγάς με τα πράσινα μάτια, καθιέρωσε το βραζιλιάνικο στυλ ποδόσφαιρου. Περιφρόνησε τον καθιερωμένο από τους Άγγλους τρόπο παιχνιδιού, δίνοντας άλλη διάσταση, εκείνη τη εποχή στο ποδόσφαιρο. Ο Φριντενράιχ εφερε στο μεγαλοπρεπές ποδοσφαιρικό στάδιο των λευκών την ασέβεια των μαύρων ποδοσφαιριστών , που σε τελική ανάλυση διασκέδαζαν κλοτσώντας μια μπάλα από κουρέλια στα προάστια των μεγαλουπόλεων. Έτσι γεννήθηκε ένα στιλ με φαντασία . που προτιμάει την ευχαρίστηση του παιχνιδιού από το αποτέλεσμα. Από τον Φριντενραιχ και μετά το Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο κατέκτησε όλον τον κόσμο και έμεινε στη ιστορία ως το καλύτερο του πλανήτη μας. Εκείνη τη ν εποχή πάντως ο πρόεδρος της Βραζιλίας Επιτάσιο Πεσόα, απαγόρευε στους μαύρους να παίζουν ποδόσφαιρο και πού περισσότερο να παίζουν στην εθνική Βραζιλίας. Μάλιστα στην εντολή λευκότητας που εξέδωσε ο πρόεδρος της χώρας, ανέφερε πως οι έγχρωμοι παίκτες δεν μπορούν παίξουν για λόγους γοήτρου της χώρας. Η ομάδα της εθνικής Βραζιλίας όμως που είχε μόνο λευκούς παίκτες, έχασε τα τρία από τα δυο παιχνίδια στο κύπελλο Αμερικής. Σε αυτό το κύπελλο του 1921 δεν έπαιξε ο Φριντενραιχ. Ήταν αδιανόητο να είσαι μαύρος και να παίζεις στην εθνική Βραζιλίας. Στο πρωτάθλημα ο Φριντενραχι, έμπαινε πάντα τελευταίος στο γήπεδο για τις τα αποδυτήρια πουδράριζε το πρόσωπο του με λευκή μπογιά!!!. Αργότερα τα πράγματα άλλαξαν σιγά – σιγά και με τον καιρό αυτό το ακρωτηριασμένο από τον ρατσισμό ποδόσφαιρο μπόρεσε να αποκαλυφθεί με την ολοκλήρωση της πολυχρωμίας του. Και όπως προκύπτει μέσα από την ιστορία, οι καλύτεροι παίκτες της εθνικής Βραζιλίας, από τον Φριντενραιχ ως τον Ρομάριο, και από τον Γκαρίντσα , τον Λεονίντας, τον Ντιντι, τον Πελέ, τον Ροναλντίνιο, και τον Ρονάλντο ήταν είτε μαύροι, είτε μιγάδες. Ακόμη και στην συχρονη εθνική Βραζιλίας, ο αστέρας ειναι ενας μιγάς ο Νειμάρ. Όλοι προέρχονταν από την φτωχολογιά. Η αλήθεια είναι πώς το ποδόσφαιρο προσφέρει έναν από τους λίγους σχετικά δημοκρατικούς χώρους, όπου οι σκουρόχρωμοι άνθρωποι μπορούν αν ανταγωνιστούν τους λευκούς. Στην Βραζιλία αυτό αποκαλείται φυλετική δημοκρατία. Η αλήθεια είναι πώς στο ποδόσφαιρο, το φτωχόπαιδο, συνήθως μαύρος ή μιγάς που δεν γνωρίζει άλλο παιχνίδι από την μπάλα, είναι το μοναδικό μαγικό ραβδί στο όποιο μπορεί να πιστέψει ένα φτωχόπαιδο από τις φαβέλες του Ριο.