Στη δημιουργία σπερματοζωαρίων από βλαστικά κύτταρα στρέφονται οι προσπάθειες των επιστημόνων οι οποίοι διαπιστώνουν ελάττωση της ποιότητας του σπέρματος κατά τα τελευταία 50 χρόνια. Ήδη το 2006 επιτεύχθηκε για πρώτη φορά σε ποντικούς η διαφοροποίηση βλαστικών κυττάρων του μυελού των οστών σε άρρενα γεννητικά κύτταρα, ενώ πολύ πρόσφατα άρχισαν να αναπτύσσονται μέθοδοι που διερευνούν εάν τα βλαστικά κύτταρα από τον λιπώδη ιστό μπορούν να διαφοροποιηθούν σε κύτταρα σπερματογένεσης.
Αυτά υποστηρίζουν μέλη της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρίας τα οποία παραχώρησαν συνέντευξη τύπου με αφορμή την αυριανή(Τρίτη 15 Ιουνίου 2010) Παγκόσμια Ημέρα Γονιμότητας.
Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες και εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, περίπου 90 εκατομμύρια ζευγάρια αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα τεκνοποίησης. Το 85%, από τα ζευγάρια αυτά (77 εκατομμύρια), δεν αναζητούν ποτέ βοήθεια. Από τα 13 εκατομμύρια ζευγάρια, που αναζητούν ιατρική βοήθεια, ποσοστό μικρότερο από το 42%, θα αρχίσει τελικά θεραπεία. Έτσι από όλα τα ζευγάρια, που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, μόνο το 6% έχουν την ιατρική βοήθεια, που απαιτείται για τη λύση του προβλήματός τους.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ελάττωση της ποιότητας του σπέρματος κατά τα τελευταία 50 έτη και διατύπωσαν την άποψη ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες ευθύνονται για αυτό το φαινόμενο. Οι περιβαλλοντικοί αυτοί παράγοντες είναι: η συνεχής έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες, η ιονίζουσα ακτινοβολία και ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, χημικές ουσίες, οιστρογόνα του περιβάλλοντος, ξενο-οιστρογόνα.
ύμφωνα με διάφορες μελέτες, το αίτιο της υπογονιμότητας βρίσκεται στη γυναίκα σε ποσοστό 40% και στον άνδρα σε ποσοστό 40%, ενώ στο υπόλοιπο 20% υπάρχει κάποιο πρόβλημα και στα δύο μέλη του ζευγαριού. Τα αίτια της γυναικείας υπογονιμότητας και οι συχνότητές τους είναι τα εξής: α) διαταραχές στην ωοθυλακιορρηξία, που ευθύνονται για το 10 έως 25% των περιπτώσεων υπογονιμότητας, β) οι παθήσεις των σαλπίγγων για το 20 έως 40%, γ) οι βλάβες του τραχήλου της μήτρας για το 10 έως 15%,δ) οι παθήσεις της μήτρας για το 1 έως 5%, και, ε) ανοσολογικοί παράγοντες για το 5%. Nα σημειωθεί ότι ακόμη και με τις σύγχρονες διαγνωστικές τεχνικές δεν είναι δυνατόν να βρεθεί το αίτιο της υπογονιμότητας σε ποσοστό 10 έως 15% των υπογόνιμων ζευγαριών.
Τα ποσοστά υπογονιμότητας επίσης, σχετίζονται και με την ηλικία του κάθε ατόμου. Όσο περισσότερο περιμένει δηλαδή, κάποιος για να αποκτήσει παιδί, τόσο πιο πιθανό είναι να «χάσει» την γονιμότητά του. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν πως, και η γονιμότητα των αντρών ελαττώνεται όσο μεγαλώνουν σε ηλικία, αν και με λιγότερο ίσως δραματικό τρόπο, συγκριτικά με τις γυναίκες. Στις ηλικίες 20 με 29 χρονών, 8% των παντρεμένων γυναικών δεν είναι γόνιμες, 15% των γυναικών στις ηλικίες 30 με 34 ετών, 22% των γυναικών στις ηλικίες 35 με 39 ετών και 29 % των γυναικών στις ηλικίες 40 με 44 ετών.