«Η ευθύνη της οικονομικής κρίσεως ανήκει σε όσους κατά καιρούς διαχειρίζονται τα κοινά πράγματα, όταν δεν δίνουν σωστές κατευθύνσεις στον λαό, αλλά τον προκαλούν ακόμη περισσότερο· όταν δεν διαχειρίζονται καλά τους εισπραττόμενους φόρους, οι οποίοι πρέπει να είναι ανταποδοτικοί· όταν δεν ομιλούν την αλήθεια, δεν σέβονται τους ανθρώπους που τους εμπιστεύθηκαν και δεν λαμβάνουν μέτρα με υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης. Η ευθύνη τους είναι μεγάλη, διότι κατά τον Μέγα Βασίλειο: "τα των αρχόντων κακά, συμφορά τοις αρχομένοις γίνεται"».
Τα παραπάνω υπογραμμίζει μεταξύ άλλων σε εγκύκλιό της για την οικονομική κρίση η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επισημαίνοντας ακόμη πως «τα πάθη της φιληδονίας, της φιλοδοξίας, της φιλαργυρίας-φιλοκτημοσύνης είναι εκείνα που οδηγούν τους ανθρώπους σε οικονομικές κρίσεις».
«Η ευμάρεια, η ευδαιμονία, η υπερκατανάλωση, είναι τα γενεσιουργά αίτια των οικονομικών κρίσεων. Βεβαίως, είναι σημαντικό να ζει κανείς "αξιοπρεπώς", από πλευράς υλικών αγαθών, αλλά όλα έχουν και τα όριά τους», σημειώνεται χαρακτηριστικά και το κείμενο της Ιεράς Συνόδου συνεχίζει:
«Η εκκλησιαστική ζωή συνδέεται στενά με την ασκητικότητα και την ολιγάρκεια. Και οι Χριστιανοί πρέπει να ζουν με λιτότητα. Δυστυχώς όμως σε υπερκαταναλωτικές κοινωνίες δεν βιώνεται η άσκηση, που είναι η βάση της χριστιανικής ζωής. Λέγοντας δε άσκηση εννοούμε την καλή χρήση των υλικών αγαθών που είναι αναγκαία για την ζωή και όχι την συσσώρευση και την υπερκατανάλωση αυτών».
«Επίσης», σημειώνεται, «εκείνο που παρατηρείται στην σύγχρονη κοινωνία είναι ότι υφίσταται μεγάλη διάσταση μεταξύ της κατανάλωσης και της παραγωγής. Όταν μια χώρα αυξάνει τον βιοτικό τρόπο ζωής, χωρίς να παράγει, είναι φυσικό να οδεύει σε οικονομική κρίση. Αυτό συμβαίνει και στην οικογενειακή και την προσωπική μας ζωή. Όταν τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα, όταν δαπανούμε χρηματικά ποσά σε ευδαιμονιστικές καταστάσεις και μάλιστα με δανεισμένα χρήματα, τότε δημιουργούνται οικονομικές κρίσεις».
«Η Ιερά Σύνοδος», καταλήγει η εγκύκλιος, «αυτήν την περίοδο απευθύνεται σε όλους, Κληρικούς και λαϊκούς, άρχοντες και αρχομένους, και προσφέρει μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας, θάρρους και πίστεως. Επί πλέον, παρακαλεί όλους να αποκτήσουν τον τρόπο της ζωής των πρώτων Χριστιανών που ζούσαν με κοινοκτημοσύνη και κοινοχρησία και προσέφεραν το περίσσευμά τους για τις ανάγκες των αδελφών τους. Συγχρόνως, η Ιερά Σύνοδος προσεύχεται στον Θεό να δίνη στους πολιτικούς οι οποίοι χειρίζονται τα δημόσια πράγματα, ιδίως αυτήν την κρίσιμη περίοδο, δύναμη, έμπνευση, σύνεση, εφευρετικότητα, αγωνιστικότητα, όχι μόνον για να βρουν λύσεις και να αντιμετωπίσει η Πατρίδα μας την κρίση, αλλά και για να βελτιώσουν και να εκσυγχρονίσουν τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως και να αντιμετωπίσουν με περισσότερη ευαισθησία και δικαιοσύνη τους ανθρώπους εκείνους που είναι αναγκασμένοι να σηκώνουν δυσβάσταχτα φορτία».
«Είναι δε ευνόητον», υπογραμμίζεται, «ότι η Εκκλησία, που είναι ο μεγαλύτερος φιλανθρωπικός φορέας της Πατρίδας μας, με τα Ιδρύματα που λειτουργεί και την φιλανθρωπία που ασκεί, θα συνεχίσει, όσον είναι δυνατόν, να εργάζεται εντατικά για την ανακούφιση του λαού».