Το foodmood μας ταξιδεύει σήμερα στην Αφρική.
Δύο μόνο, από τις ποιός ξέρει πόσες ιστορίες, κατέγραψε η ψυχή, η πένα και η φωτογραφική μηχανή της Αλεξάνδρας και του Στέργιου, από το ταξίδι τους με vespa στην Αφρική, μοιράζονται σήμερα μαζί μας.
Από ένα ταξίδι, στην καρδιά της Αφρικής, και των ανθρώπων της.

Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

Μιτσοπό* (mitshopo) – Κατσικίσιο κρέας, εντόσθια κι ό,τι άλλο μπορεί να καταναλωθεί απ' το άμοιρο ζώο κόβονται σε μικρά κομμάτια και πετιούνται στα κάρβουνα. Το κεφάλι παραμένει ανέπαφο, για ν' αποδεικνύει πως αυτό που ψήνεται δεν είναι σκύλος ή κάποιο άλλο θηλαστικό. Μια λαδόκολλα, ένα βουναλάκι αχνιστό, μυρωδάτο κρέας και δίπλα ροδέλες κρεμμυδιού κι ένα γκριζωπό, κολλώδες ψωμί που λέγεται κουάνγκα (kwanga). Φτιαγμένο από αλεύρι κασσάβας και ψημένο κι αυτό στα κάρβουνα πλάι στο κρέας, παίρνει τη μυρωδιά του και η ανιαρή όψη του –μετά την πρώτη μπουκιά– δεν έχει πια σημασία. Α, και στην άλλη άκρη της λαδόκολλας βρίσκονται εκείνα τα σωρουδάκια από αλάτι και πίλι-πίλι (η πιο καυτή πάστα πιπεριάς που ο μη-μυημένος στα πικάντικα δεν αντέχει να καταπιεί), που σε κάθε φύσημα του αέρα κολλάνε πάνω στο ψημένο κατσίκι... Πιο νόστιμος μεζές δεν υπάρχει σ' ολόκληρο το Κονγκό.
* Ο μύθος λέει πως ήταν μια φορά, κάπου το 1920, ένας Ιρλανδός πάστορας –μπορεί και ιεραπόστολος– ο Mitchell MacMeling, που ζούσε στο Καλέμι, ένα χωριό δίπλα στη λίμνη Τανγκανίκα. Το ποίμνιό του, φτωχό, δεν είχε την τύχη να γεύεται κόκκινο κρέας. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να θυσιάζει και να σερβίρει μετά την κυριακάτικη λειτουργία ψητό κατσίκι, κομμένο σε μικρά κομμάτια, για να φτάνει για όλους. Έλα μου όμως που ο πάστορας, απ' την πολλή νηστεία δεν άντεχε τη βαριά κουζίνα! Κάτι οι βακτηριακές λοιμώξεις που παραμόνευαν στα νερά της λίμνης, κάτι και η μαλάρια, κάθε φορά που ο Mitch(ell) έτρωγε κρέας έτρεχε... στην τουαλέτα – γαλλιστί: au pot (de chambre). Mitch-au-pot (προφέρεται «μιτσοπό»). Μια γαστρεντερική ανωμαλία κι ένας Ιρλανδός παπάς έδωσαν όνομα στο διάσημο πιάτο!

Μάλι (και σ' ολόκληρη τη Δυτική Αφρική)

Ρύζι με κόκκινη σάλτσα και ίχνη κρέατος (άγνωστης ταυτότητας) – Το ρύζι είναι μια φθηνή και θρεπτική τροφή, βασική για το διαιτολόγιο των κατοίκων της δυτικής Αφρικής. Oryza glaberrima είναι η τελείως επιστημονική ονομασία του αφρικανικού ρυζιού, μιας ποικιλίας ανθεκτικής στην ξηρασία και στο υφάλμυρο νερό, που ξεκίνησε να καλλιεργείται –ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο– πριν από 3000 χρόνια. Σήμερα, το ασιατικό έχει παραγκωνίσει το παλιό, ντόπιο ρύζι, αλλά δεν είναι λίγες οι προσπάθειες που γίνονται για να επανακάμψει.
Το δε κρέας, ακριβοθώρητο και απλησίαστο για τα χαμηλά εισοδήματα, συνοδεύει πιάτα φορτωμένα με το ταπεινό δημητριακό. Τα γελάδια, τα κατσίκια και οι κότες σφάζονται πολύ καιρό αφού έχουν περάσει την τρυφερή ηλικία της νιότης τους, ώστε να δώσουν όσο περισσότερο κρέας γίνεται. Πολλές φορές, στην κορφή του πιάτου με το ρύζι, υπάρχει ένα κομμάτι δέρμα ή ένα κόκκαλο, χωρίς την παραμικρή ελπίδα να μασηθεί από ανθρώπινη γνάθο.
Η κόκκινη σάλτσα σπάνια προέρχεται από φρέσκες ντομάτες και μοναδική παρηγοριά στο γεύμα, οι καυτερές πιπεριές που το συνοδεύουν.
Η γεύση και η απόλαυση του τόσο διαδεδομένου πιάτου εξαρτώνται, όχι τόσο απ' τη μαγείρισσα, αλλά απ' την καλή διάθεση εκείνου που το τρώει!



worldvespa.net ( Για περισσότερες ιστορίες, αναζητήστε το βιβλίο τους, « Ρύζι και χώμα», στα βιβλιοπωλεία.)