Tο San Floriano είναι ένα μικρό χωριό στη Βόρεια Ιταλία, σκαρφαλωμένο στον υψηλότερο λόφο –στα 278 μέτρα από τη θάλασσα της Μεσογείου- της Gorizia μιας πόλης μόλις 35.000 κατοίκων, κομμένης στα δύο από την ιταλοσλοβένικη (νοητή, πλέον, λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης) συνοριακή γραμμή.

Στα «πόδια» του οικισμού απλώνεται η περιοχή «Collio», μια οινοπαραγωγική ζώνη 16.000 στρεμμάτων με αμπελώνες, που φημίζεται, διεθνώς για τα λευκά της κρασιά. Οίνοι, που ωριμάζουν σε δεξαμενές, δρύινα βαρέλια και κατόπιν σε φιάλες, για τουλάχιστον 3 χρόνια, πριν ευφράνουν τον ουρανίσκο κάποιου οινόφιλου ρέκτη, στην Ιταλία ή σε μια άλλη γωνιά του κόσμου. 

Στη… μυσταγωγία αυτή, για οινόφιλους, σε πάνω από 10 χώρες του κόσμου, συμμετέχει εδώ και περίπου 16 χρόνια και ο κ. Ευάγγελος Παράσχος, ένας… ερωτικός μετανάστης από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας, ο οποίος ζει τα τελευταία 42 χρόνια στο San Floriano .

Το οινοποιείο του, δεν είναι μεγάλης δυναμικότητας, παραπέμπει πιο πολύ σε boutique οίνων παρά σε βιομηχανική μονάδα. Ωστόσο, ετικέτες όπως το «ΚΑΙ» και ο «Αμφορέας» (ορισμένες από την ευρεία γκάμα του που φέρουν ελληνικό όνομα), κοσμούν κάβες και οινοθήκες σε gourmet εστιατόρια ή wine bar στην Τεργέστη, τη Ρώμη, τη Νέα Υόρκη, το Τόκυο, το Τορόντο, όπως και σε σκανδιναβικές πρωτεύουσες.


Η φήμη του, ως ο «Greko, που παράγει πολύ καλά κρασιά», είναι απλωμένη στην ευρύτερη περιοχή του Friuli, όπου βρέθηκε το foodmood.gr, σε μια αποστολή, που οργάνωσε το Ελληνο-ιταλικό Εμπορικό Επιμελητήριο, με στόχο την υιοθέτηση καλών πρακτικών στον αναπτυσσόμενο χώρο της κοινωνικής


Η πρώτη επαφή του Ευάγγελου Παράσχου με το σταφύλι και με το κρασί, έγινε, όταν άρχισε να εργάζεται στο εστιατόριο του πεθερού του, στο San Floriano, ο οποίος διατηρούσε ένα μικρό αμπέλι, περίπου 4-5 στρεμμάτων, από το οποίο παρήγαγε κρασί για τις ανάγκες του εστιατορίου.


«Σήμερα έχω περίπου 100 στρέμματα, εκ των οποίων τα 35 στρέμματα ήταν ήδη αμπελώνες με γηγενείς και ξένες ποικιλίες, ενώ τα υπόλοιπα άρχισα να τα φυτεύω αμέσως μετά, κυρίως με ντόπιες ποικιλίες», μας αναφέρει. Με τους δύο γιους του που εργάζονται full time στην επιχείρηση, παράγει περί τους 15-20 τόνους κρασί. «Η καλλιέργεια πραγματοποιείται αποκλειστικά με βιολογικές μεθόδους, με γαλαζόπετρα και με θειάφι, χωρίς χρήση φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων και λίπανσης. Η τελευταία, διεξάγεται με φυσικό τρόπο, αξιοποιώντας το χορτάρι που φυτρώνει ενδιάμεσα από τα κλήματα», εξηγεί και προσθέτει ότι με φυσική διαδικασία, χωρίς δηλαδή ζυμωμύκητες, γίνεται και η ζύμωση του χυμού των σταφυλιών, μέχρι να μετατραπεί σε κρασί. Μετά, αποθηκεύεται για χρονικά διαστήματα που φτάνουν έως τρία έτη στο λευκό και πέντε για το ερυθρό, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται υψηλή ποιότητα. «Είναι σαν να κάνεις ψωμί με προζύμι, αντί να κάνεις χρήση μαγιάς», λέει χαρακτηριστικά. 


Από το 2009 και μετά εξάλλου ένα μέρος της παραγωγής του, περίπου το 10%, το αποθηκεύει, για επτά μήνες, μαζί με τα στέμφυλα, σε πήλινους αμφορείς τους οποίους έχει φέρει από την Κνωσό της Κρήτης, στην προσπάθειά του να παράξει, μέσω πειραματισμών, ιδιαίτερα κρασιά.


Από τον όγκο αυτό εμφιαλώνει γύρω στις 20-25.000 φιάλες, εκ των οποίων το 70% είναι λευκοί οίνοι, τοπικών ποικιλιών (σ. σ. Friulano, Ribbola, Pino Grigio κλπ) καθώς και από την ελληνικής καταγωγής Μαλβάζια, την οποία, όπως λέει ο κ. Παράσχος την έφεραν στην Ιταλία οι Βενετσιάνοι από τη Μονεμβασιά. Το υπόλοιπο 30% των φιαλών είναι ερυθρά κρασιά από ποικιλίες όπως οι Merlot, Cabernet και άλλες.


Πάνω από το 60% της ετήσιας παραγωγής κρασιού του το εξάγει σε πάνω από 10 χώρες, σε τιμές που κυμαίνονται από τα 15 ευρώ η φιάλη και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν έως και 45 ευρώ. Οι καλύτεροι πελάτες του βρίσκονται στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τον Καναδά, τη Σουηδία και τη Νορβηγία, ενώ έως και το 2008, έστελνε στη χώρα μας, κυρίως σε νησιά, περί το 20% των συνολικών του εξαγωγών. 


Κείμενο Λ.Λιάμης.