Γράφει ο ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ


Γαμώτο μου. Δεν προλαβαίνω σήμερα. Κατέβηκα με το μετρό κέντρο, για κάτι δουλειές. Στη στάση, στα πανεπιστήμια είχε μια συναυλία της ΚΟΘ με έργα νέων Ελλήνων συνθετών. Κατέβηκα ν' ακούσω.


Πήρα το τραμ, που σαν παλιά, περνάει κάτω από την Καμάρα, αλλά τώρα είναι ηλεκτρικό και με κλιματισμό. Ε, αν ζούσε ο παππούς μου, που δούλευε στα τραμ... Τέλος πάντων...

Κατέβηκα Αγίας Σοφίας και τσίμπησα ένα δημοτικό ηλεκτρικό ποδήλατο για να κάνω γρήγορα και καθαρά τη δουλίτσα μου. Μ' αρέσουν αυτά τα ποδήλατα. Ηλεκτρικά, σιωπηλά, σε βοηθάν στην ανηφόρα και δεν στα κλέβουν.

Κατεβαίνοντας τον πεζόδρομο, γουστάριζα τις ωραίες βιτρίνες και την γλυκιά βαθιά σκιά των δέντρων. Όαση, όαση στην καλοκαιρινή χαύνωση.

Τελείωσα, ευτυχώς, γρήγορα. Μιας και ήμουν κοντά στη ΧΑΝΘ, χτύπησα δυο χορτοφαγικά σαντουιτσάκια από τα αναψυκτήρια και αφού άφησα το ποδήλατο σε μια βάση φόρτισης έκανα την τρέλα μου. Πήρα το τελεφερίκ για το Σέιχ σου.

Πώς μ' αρέσει... Να ανεβαίνω έτσι, αργά και μπροστά μου να απλώνεται η πόλη. Με τα τείχη, τα πάρκα, τους φαρδιούς δρόμους που δένουν με τα παραδοσιακά σοκάκια, τα καλντερίμια της Άνω Πόλης. Γυρνάς το κεφάλι κι ο ήλιος χαμηλώνει στη θάλασσα βάφοντας με βαθύ ζεστό πορτοκαλί το Θερμαϊκό.

Τα καραβάκια της θαλάσσιας συγκοινωνίας φαντάζουν ωραίες σκούρες φιγούρες στο φόντο του Λευκού Πύργου. Αύριο που θα πάω Καλαμαριά, μ' αυτά θα πάω. Μ' αρέσει το θαλασσινό αεράκι.

Όμως έφτασα. Εδώ, στην κορυφή της πόλης. Στο δάσος. Χάάά. Θα πιω εδώ στο ωραίο παραδοσιακό καφενεδάκι το απογευματινό μου ουζάκι. Ήδη το μυρίζω. Μαζί με το πεύκο.

"Προχώρα ρε ζώο,κοιμάσαι;", άκουσα πίσω μου. 

Γυρνάω. Γαμώτο. Ζέστα και μποτιλιάρισμα στην Ερμού. Δεν άντεξα. Μα είναι δυνατόν, στο τιμόνι κοιμήθηκα; Έβαλα πρώτη και τσούλησα καμία δεκαριά μέτρα. Φρένο!