ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ

Γιατί τόση βία προς το τέλος; ρωτήθηκε από το κοινό ο Θάνος Τσαβλής, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής, σεναριογράφος (και μερικά πράγματα ακόμη) της ταινίας Goldfish, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

“Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε διαφορετικό ο πρωταγωνιστής, τον αναγκάσανε”, ήταν η απάντηση του σκηνοθέτη - κι ευτυχώς ή δυστυχώς, παρότι θα μπορούσε, η συζήτηση δεν επεκτάθηκε παραπέρα στο καυτό ζήτημα της εποχής, τη βία σε όλες της τις μορφές και εκφάνσεις.

Πρόκειται για μια προσπάθεια που κράτησε δύο χρόνια, με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, παραδέχθηκε σε άλλη ερώτηση ο Τσαβλής. Και ειλικρινά δικαιούται να είναι υπερήφανος για το τελικό αποτέλεσμα, όπως περήφανοι και χαρούμενοι φαίνονταν οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας, που έτυχε να παρακολουθούν δίπλα μου την προβολή του Goldfish, μιας ταινίας με κυνηγούς επικηρυγμένων, δραχμές, νουντλς, τριαντάφυλλα και χρυσόψαρα, χθες στην αίθουσα “Τώνια Μαρκετάκη”, στο πλαίσιο της τρίτης μέρας του 54ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. 
Ας το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: πρόκειται για μια ταινία όπου κυριαρχούν οι πολεμικές τέχνες. Ωστόσο και αντίθετα με τη σχετική προκατάληψη, δεν πρόκειται για μια κακή, πρόχειρη ή ρηχή ταινία. Αντίθετα, ο Τσαβλής επιδεικνύει ως δημιουργός βαθιά γνώση των κινηματογραφικών ειδών. Απαντώντας σε ερώτηση μετά την προβολή της ταινίας, δήλωσε ότι καθόλου τυχαία δεν ήταν η ανάμειξη των κινηματογραφικών στιλ, που επισήμανε μέλος του κοινού: “Από ρομαντική κομεντί μέχρι το σινεμά του Χονγκ Κονγκ”, ήταν η απάντησή του. Κυρίως, βέβαια, πρόκειται για μια “ταινία καράτε”, όπως αποκαλούσαμε συλλήβδην παλιά όλες τις ταινίες πολεμικών τεχνών.
Στην πολύ σημαντική αρχική σκηνή, που θέτει το πλαίσιο δράσης της ταινίας, παρακολουθούμε τη συνέντευξη του υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, σε μιαν απροσδιόριστη, αλλά όχι πολύ μακρινή, μελλοντική εποχή, μετά την επίσημη χρεοκοπία της χώρας και την επιστροφή στη δραχμή. Υπερήφανα, παρά τους υπαινιγμούς της δημοσιογράφου για απολυταρχικές πρακτικές και φασίζουσα νοοτροπία, αναφέρεται στο πετυχημένο έργο του: την επαναφορά της θανατικής ποινής, την επικήρυξη εγκληματιών και τη μετατροπή κάθε πολίτη σε κυνηγό επικηρυγμένων. Στη συνέχεια, παρακολουθούμε έναν μοναχικό (και ανώνυμο μέχρι το τέλος της ταινίας) άνδρα που κρύβεται από το σκοτεινό παρελθόν του. Η τηλεόραση ανακοινώνει το θάνατο ενός επιχειρηματία και φιλανθρώπου, οι γιοι του οποίου, τόσο αταίριαστοι μεταξύ τους αλλά και τόσο ταιριαστοί στην ανικανότητα, αναλαμβάνουν να συνεχίσουν το έργο του και τις επιχειρήσεις του: να πουλάν δηλαδή προστασία.
Εξυπνες και ανατρεπτικές ιδέες, μαύρο χιούμορ, γρήγορος ρυθμός και ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού. Μια ταινία απολαυστική, που δεν περιφρονεί την ελαφριά ψυχαγωγία και αποενοχοποιεί τη διασκέδαση  - ακόμη και αν κάποιοι (λίγοι) δυσανασχέτησαν με τη σταδιακή όσο και αναπόφευκτη κλιμάκωση της βίας και των σκηνών... ξύλου προς το τέλος. 

Π.Μ.