Ο πρώτος αναχωρεί με ατόφιο το εισιτήριο της ελπίδας, αφήνοντας πίσω του τις αναμνήσεις της ανεργίας. Ο δεύτερος επιστρέφει και πάλι στην αγκαλιά της κρίσης, ζυγίζοντας το μετέωρο βήμα της παρ’ ολίγον φυγής. >>>

Δύο διαφορετικές ιστορίες με αντίθετη έκβαση, αλλά κοινό σημείο εκκίνησης την ίδια πόλη. Από την Κινσάσα του Κονγκό έως την Αδελαΐδα της Αυστραλίας, η μετανάστευση έχει τα ίδια, γήινα χρώματα: τον πόθο της λύτρωσης από τα δεινά της κρίσης, την προσμονή, τον κίνδυνο, την επιβεβαίωση και τη διάψευση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΙΜΑΛΗΣ, 35 ΕΤΩΝ, ΚΟΜΜΩΤΗΣ

Μοναδική ευκαιρία για δουλειά, αλλά και εξερεύνηση

2013020300334-preview_425x

«Αφήνω πίσω μου την πίκρα και την απογοήτευση. Στις αποσκευές μου έχω χώρο μόνο για λίγες αναμνήσεις. Τίποτε άλλο. Δεν είναι πλέον η Ελλάδα αυτή που ζήσαμε. Αλλιώς την είχαμε ονειρευτεί…».

Τριάντα έξι ώρες πριν επιβιβαστεί στο αεροσκάφος που θα τον μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στο Κονγκό, στην υποσαχάρεια Αφρική, ο Γιάννης Σιμάλης, 25 ετών, από τη Θεσσαλονίκη, αισθάνεται να δραπετεύει από τον καταναγκασμό της ανεργίας και την κακοδαιμονία της κρίσης.

«Χαίρομαι που φεύγω. Ελπίζω στο καλύτερο», λέει και προσθέτει: «Πήρα την απόφαση, καθώς δεν έβλεπα φως στο τούνελ. Ανησυχούσα για το χειρότερο που έρχεται. Η κατάσταση είναι χάλια εδώ, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Αθήνα».

«Τι έπαιρνα; Σχεδόν ψίχουλα»

Αποφοίτησε από σχολή κομμωτικής, αλλά εδώ και δύο χρόνια έκανε… μισές δουλειές. «Ημουν σε διάφορα κομμωτήρια και τι έπαιρνα; Σχεδόν ψίχουλα. Τριακόσια ευρώ το μήνα. Δούλευα και στο σπίτι ως κομμωτής. Μα, δεν έβγαινε… Επρεπε να δουλεύω και σε καφετέριες, για να συμπληρώσω ένα μισθό», αναφέρει και διευκρινίζει πως εδώ και τρεις μήνες είναι άνεργος.

Τελικός προορισμός του είναι η Κινσάσα, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, γνωστής και ως Ζαΐρ, με πληθυσμό περίπου 9 εκατ. κατοίκους. Στη δεύτερη μεγαλύτερη γαλλόφωνη πόλη του κόσμου, μετά το Παρίσι, ο Γιάννης Σιμάλης βρήκε εργασία στο αντικείμενο της ειδικότητάς του, καθώς θα απασχοληθεί σε κέντρο αισθητικής.

2.500 δολάρια το μήνα

«Υπέγραψα συμβόλαιο για ένα έτος με βασικό μισθό 2.500 δολάρια το μήνα. Είναι πολύ καλά τα λεφτά. Θα έχω και ποσοστά από τα όποια κέρδη», δηλώνει με ενθουσιασμό.

«Βέβαια», προσθέτει, «το κόστος ζωής είναι πολύ ψηλό. Το ενοίκιο ενός διαμερίσματος είναι 1.300 δολάρια, ενώ όσα είδη παράγονται στην Ευρώπη, και κυρίως τα ρούχα, στοιχίζουν πολύ ακριβά. Για παράδειγμα, ένα παντελόνι μπορεί να κάνει έως 500 δολάρια. Ελπίζω όμως πως θα τα καταφέρω. Αν μην τι άλλο, θα ζω πολύ καλά».

«Κομμωτής στο Κονγκό; Ακούγεται λίγο περίεργο», παρατηρώ.

«Ναι, είναι όντως ασυνήθιστο. Ακούγεται σαν τίτλος παλαιάς ελληνικής ταινίας», παρατηρεί χαμογελώντας. «Κι όμως δεν υπάρχουν κομμωτές στο Κονγκό, όπως μου είπαν από την ελληνική Πρεσβεία. Θα δουλεύουμε, πάντως, κυρίως με ξένους υπηκόους. Διπλωμάτες και επιχειρηματίες, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από το Λίβανο».

Χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις και με όλα τα έξοδα μετάβασης προπληρωμένα από την Ελληνίδα εργοδότριά του, ο Γιάννης Σιμάλης δείχνει να μην πτοείται από τις όποιες δυσκολίες θα μπορούσε να συναντήσει.

«Μοιάζει με περιπέτεια»

«Δε με φοβίζει τίποτα. Ακόμη και η εγκληματικότητα δεν είναι τόσο μεγάλη όσο λένε. Στην Αθήνα είναι πιο άγρια τα πράγματα», λέει και συμπληρώνει: «Είναι μια σημαντική επαγγελματική ευκαιρία για μένα. Ισως να μην είναι όλα όπως μου τα έχουν πει. Μπορεί και να γυρίσω πάλι πίσω. Ωστόσο, αυτό το ταξίδι μοιάζει με εξερεύνηση. Είναι σαν περιπέτεια».

Σε όσους θα δίσταζαν να κάνουν ένα τέτοιο βήμα στη ζωή τους, ο ίδιος λέει: «Πρέπει να τολμούν και να δοκιμάζουν. Γιατί μόνον έτσι μπορούν να κερδίσουν. Και το λιγότερο που μπορούν να κερδίσουν είναι μια χούφτα εμπειρίες».

ΘΟΔΩΡΟΣ ΕΜΡΙΖΑΣ, 45 ΕΤΩΝ, ΗΧΟΛΗΠΤΗΣ

Το βήμα ήταν μεγάλο, αλλά άξιζε τον κόπο…

001 EMRIZAS DSC_0196

«Δέκα μέρες δε μιλιόμουν. Με νίκησε η θλίψη. Γιατί όντως άξιζε τον κόπο. Αν τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, όπως τα είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα. Ποτέ και με τίποτα».

Με τεθλασμένη φωνή, που δονείται από τις σιωπές της διάψευσης, ο Θόδωρος Εμριζάς, 45 ετών, επιχειρεί να ανασυνθέσει το σκηνικό των εμπειριών του στην άγνωστη νότια γη (terra australis incognita), την Αυστραλία. Επέστρεψε πριν από 45 ημέρες στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που αποχαιρέτησε δύο φορές, για να μπορέσει να προσφέρει στην οικογένειά του το δώρο μιας καλύτερης ζωής. Τον Ιούνιο του 2012, για ένα μήνα, και το φθινόπωρο του ίδιου έτους, για τρεις μήνες, μετανάστευσε στην Αδελαΐδα, φιλοδοξώντας να θεμελιώσει το όνειρο της οριστικής φυγής.

Γερό στομάχι

«Δεν είναι εύκολο να πας στην Αυστραλία. Για να μπορέσεις να μείνεις, πρέπει να έχεις κάποιον δικό σου άνθρωπο εκεί. Να τον εμπιστεύεσαι. Να σταθείς δίπλα του. Να στηριχθείς επάνω του. Το βήμα είναι μεγάλο. Τα λεφτά πολλά. Τα έξοδα τεράστια. Οι δυσκολίες αξεπέραστες», λέει ο Θόδωρος Εμριζάς και προσθέτει: «Οποιος πάει μόνος του πρέπει να έχει γερό στομάχι και μεγάλο πορτοφόλι, για να αντέξει. Είναι πολύ ακριβή χώρα».

Πατέρας δύο αγοριών, 10 και 12 ετών, εργαζόταν ως ηχολήπτης στον ANT1 Θεσσαλονίκης, αλλά πριν από 12 μήνες απολύθηκε. Ακολούθησε η άγονη άγρα εργασίας στην Ελλάδα και η σύντομη αναζήτηση διεξόδου στην Κύπρο, για να καταλήξει στην πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Αυστραλίας, πέμπτης σε πληθυσμό πόλης της χώρας με 1,2 εκατ. κατοίκους.

8.500 δολάρια σε δικηγόρο

Για να εξασφαλίσει την κατάλληλα βίζα και να εργαστεί, χρειάστηκε να προσαρμόσει την ειδικότητά του σε νέα δεδομένα, πληρώνοντας 8.500 δολάρια σε δικηγόρο. Ετσι, βρήκε δουλειά ως χειριστής σε εργοστάσιο μαρμάρων.

«Με βοήθησαν φίλοι μου που είχαν ήδη μεταναστεύσει εκεί. Συμφώνησα να δουλεύω 8,5 ώρες την ημέρα με μισθό 3.400 δολαρίων το μήνα. Αλλα περίπου 11.000 δολάρια θα έπαιρνα στο τέλος του έτους από την επιστροφή φόρου. Συνολικά 52.000 δολάρια κάθε χρόνο. Πολύ καλά λεφτά! Σκόπευα να μαζέψω γρήγορα χρήματα, ώστε να πάρω μαζί μου όλη την οικογένεια. Χρειάζονταν περίπου 15.000 δολάρια, για να έρθουν από την Ελλάδα», σημειώνει ο Θόδωρος Εμριζάς.

Ωστόσο, απρόβλεπτες δυσκολίες ανέτρεψαν τον αρχικό σχεδιασμό. «Δυστυχώς, η βάση που είχα στην αρχή, “τσάκισε” στην πορεία. Δεν άντεξε», λέει αποφεύγοντας να εκθέσει περισσότερες λεπτομέρειες.

Παρά ταύτα, ο ίδιος παραμένει ένθερμος υποστηρικτής της μετανάστευσης. «Στην Αυστραλία μπορείς να βρεις την αξιοπρέπεια και το σεβασμό που έχεις χάσει στην Ελλάδα», αναφέρει και συμπληρώνει: «Αν μια οικογένεια βρει την άκρη της, θα ορθοποδήσει. Μπορεί να κάνει γοργά βήματα, να ανεβαίνει πολύ εύκολα τα σκαλοπάτια της εξέλιξης».

Βοήθεια με… το αζημίωτο

Σε όσους σκέφτονται να αποτολμήσουν ένα βήμα αντίστοιχο με το δικό του, ο Θεόδωρος Εμριζάς εφιστά την προσοχή, λέγοντας: «Υπάρχουν κάποιες επιχειρήσεις με ιδιοκτήτες κάποιους Ελληναράδες, που προσφέρονται να σε βοηθήσουν, αλλά με το αζημίωτο. Υπογράφουν ότι σε χρειάζονται και σε προσλαμβάνουν, αλλά μετά σου ζητούν 1.000 δολάρια το μήνα -και μάλιστα μαύρα- για να σε κρατήσουν! ”Είναι πολλά τα λεφτά που παίρνεις και πρέπει να τα μοιραστούμε…”, σου λένε».


Το κείμενο είναι του Γιώργου Μούλκα και δημοσιεύτηκε στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής», στις 3.2.2013