Μέτρησε πάλι τα αβγά της: Δύο, τέσσερα, έξι, δέκα, είκοσι, σαράντα… Σαράντα… Τόσα είχε παραγγείλει. Τόσα έβαφε, κάθε χρόνο. >>>

Η κυρά-Σωσώ έσιαξε το μαντήλι της (το φορούσε πάντα κι ας την έλεγαν παλιάν καιρίσια), ανασήκωσε κι άλλο τα μανίκια και έβαλε τη χύτρα στη φωτιά.
Κάθε χρόνο έβαφε 40 αβγά. Ένα για κάθε μέρα νηστείας. Κι όλα κόκκινα. Όχι μπλε, πράσινα, πιτσιλωτά, με ραβδώσεις, όπως έκαναν οι φιλενάδες της.
Οι φιλενάδες της… Όσες είχαν απομείνει στη ζωή. Γιατί η κυρά-Σωσώ, μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη. Και, μόνη της καθώς ήταν, από τα 42 της, που έχασε τον Άγγελό της, τον άνθρωπό της, όπως έλεγε κάθε τόσο, έπεσαν τα βάρη του σπιτιού πάνω της. Και κύρτωσε. Κι «έσπασε». Και γέρασε. Κι έκανε παρέα με όλες τις γριές της γειτονιάς. Κι εκείνες, η μία μετά την άλλη, πήγαιναν να συναντήσουν το δημιουργό τους.
Δυο είχαν απομείνει, όλες κι όλες. Η Μαριάνθη και η Γαρουφαλιά.
Η Μαριάνθη ήταν, ακόμη, νέα. Μεγαλύτερη από την κυρά-Σωσώ, αλλά μπροστά στις άλλες, ήταν παιδούλα.
Η Γαρουφαλιά ήταν η μεγαλύτερη από όλες. Στο χωριό έλεγαν ότι τα ΄χε πατημένα τα 100, ότι ζούσε από την εποχή του Μεγαλέξανδρου, ότι κρατούσε την κορδέλα στα εγκαίνια του Λευκού Πύργου –κι άλλα τέτοια. Εκείνη τα ήξερε –και χαμογελούσε. Έκανε ότι πειράζονταν, έλεγε ένα ξερό «για δε μ αφήνετε ήσυχη! Άντε! Βρομόπαιδα!» και έμπαινε στο σπιτικό της με εκείνο το περπάτημα που θύμιζε καράβι σε θαλασσοταραχή: Μια δεξιά, μια αριστερά κι όλο ίσια…
Ξαναμέτρησε τα αβγά της. Σαράντα… Θα τα έβαφε, θα τα γυάλιζε κι έπειτα θα έβαζε μπροστά τα τσουρέκια. Δεν τα πετύχαινε όπως η Μαριάνθη, αλλά της γίνονταν αφράτα και τα εγγόνια της τα καταβρόχθιζαν πριν προλάβεις να πεις κύμινο.
Έριξε τη βαφή στο τσουκάλι. Κι όταν άρχισε να κοχλάζει το νερό, έριχνε, ένα-ένα, τα αβγά. Τις καινούργιες βαφές, αυτές με το κρύο νερό, δεν τις είχε εμπιστοσύνη. Μια φορά είχε πάρει κι είχε κάνει τα αβγά της μ αυτές και της βγήκαν «σαν κατουρημένα». Το είχε πει ο Βασιλάκης, ο γιος της Γιωργίας, της κόρης της Γαρουφαλιάς και της άρεσε. Αν κι έκανε ότι προσβλήθηκε και του ΄ριξε μια σφαλιάρα στο κεφάλι, δήθεν πειραγμένη.
Είχε τελειώσει με τα αβγά. Σηκώθηκε στις μύτες, να πιάσει το λάδι από το περβάζι του τζακιού. Τότε ένοιωσε τον πρώτο πόνο. Δεν έδωσε σημασία. Πήρε το λάδι κι έπιασε να γυαλίζει τα αβγά της.
Εκεί στο πέμπτο θα ήτανε, όταν ο πόνος ξανάρθε. Διπλώθηκε στα δυο. Έκανε να βγει στην αυλή, να φωνάξει στη γειτονιά. Δεν μπορούσε. Βρέθηκε στο πάτωμα. Γέμισαν τα μάτια της δάκρυα, που τέτοια χρονιάρα μέρα δε θα κατάφερνε να φτιάξει τα τσουρέκια της. Κι ας τα ΄φτιαχνε η φιλενάδα της καλύτερα.
Γύρισε προς το εικονοστάσι. Είδε ότι είχε ξεχάσει να ανάψει την καντήλα.
«Σώσε με Χριστέ μου και δεν θα την ματαξεχάσω», μουρμούρισε.
Ο πόνος δυνάμωνε. Αισθάνθηκε όλα να σκοτεινιάζουν…
Οι κερασιές είχαν ανθίσει νωρίς φέτος. Είχε βοηθήσει κι ο καιρός. Περπάτησε ανάμεσά τους. Είδε τις φιλενάδες της, καθισμένες στις ρίζες της, να κουτσομπολεύουν και να γελάνε.
«Εδώ είστε εσείς»;
Γύρισαν και την κοίταξαν.
«Πάρε σκαμνάκι…»
Πήρε. Κάθισε δίπλα τους.
Στο χωριό είχαν να το λένε. Οι τρεις φιλενάδες φύγαν μαζί, την ίδια μέρα, με ένα λεπτό η μία από την άλλη.
«Ο Θεός κάλεσε την κλάση τους», σχολίασε ο Βασιλάκης, ο γιος της Γιωργίας, ο εγγονός της συγχωρεμένης της Γαρουφαλιάς. Κι η μάνα του, του ριξε μια σφαλιάρα στο κεφάλι, όπως η κυρά-Σωσώ. Περισσότερο για να τον πειράξει. Και δάκρυσε. Δάκρυσε κι ο Βασιλάκης, που τις αγαπούσε και τις τρεις, σα γιαγιάδες του.
Κι ύστερα, γέλασαν. Με δάκρυα. Όπως γίνεται πάντα στις κηδείες, στα χωριά…
Δ.Ι.Ασπροπούλης
--------------------------------------------------------------------------------


Παρακαλώ, αν κάποιος αναδημοσιεύσει το κείμενο, να βάλει το όνομα του συγγραφέα…