Του Στέλιου Λουκά


«Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Αισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Τα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ’ τα πόδια στο υγρό χώμα».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
«Η μόνη κληρονομιά»

«Η αλήθεια είναι γυμνή, αλλά κάτω από το γυμνό είναι το γδαρμένο», έγραψε ο ποιητής Πωλ Βαλερύ κι αυτή η φράση –πιστεύω-εκφράζει την ουσία του ποιητικού και πεζογραφικού έργου του Γιώργου Ιωάννου, ο οποίος >>>
με τα κείμενά του εξόρκιζε το γδαρμένο της ψυχής, φωνές του παρελθόντος, πρόσωπα και γεγονότα που χάραξαν βαθιά τα ίχνη τους στο σώμα της Θεσσαλονίκης.
Ακούω τη φωνή του Γιώργου Ιωάννου στο μαγνητόφωνο. Διαβάζει νηφάλια και αισθαντικά το διήγημά του «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα» από το βιβλίο του «Η σαρκοφάγος». Ολάκερος ο κόσμος της προσφυγιάς περνάει από μπρος μας. Οι πίκρες, οι καημοί, οι έρωτες και τα βάσανα αντιμέτωπα με το ορμητικό ποτάμι της ζωής. Ιστορίες για τα παθήματα του βίου κατά τέτοιο τρόπο ειπωμένες που αν και κρύβουν βαθύ πόνο, ερημιά και νοσταλγία αφήνουν στο άκουσμά τους  φύλλα δροσιάς .

Ψυχή και γλώσσα

Ημέρα Σάββατο 16 Φεβρουαρίου του 1985 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 58 ετών. Πριν από 27 χρόνια η Θεσσαλονίκη και τα Ελληνικά Γράμματα  έχαναν έναν αγνό παραμυθά, έναν ξεχωριστό άνθρωπο που ονειρεύτηκε να κερδίσει την ελευθερία και την αγάπη οδοιπορώντας με παρέα τις έγνοιες και τα βάσανα των απλών ανθρώπων. Που ομολογούσε ότι «ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», ότι « πρέπει να εμβαθύνουμε όσο μπορούμε στην ελληνική γλώσσα, να μάθουμε καλά τη γλώσσα μας».
« Αυτό το λέει ο Ιωάννου»
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις ιστορίες του ο ίδιος μας εξηγεί:  «Αποφεύγω τρομερά οι εμπνεύσεις μου να είναι βιβλιακές. Προσπαθώ η κατάθεσή μου να προέρχεται από την εποχή μου ή το πολύ πολύ από την εποχή την προηγούμενη από μένα, δηλαδή απ’ αυτά που μου παραδόθηκαν δια ζώσης. Και προ παντός προσπαθώ να μεταγγίσω έναν μύθο μέσα. Δεν κάθομαι να γράψω αυτά που θυμάμαι και με τη σειρά που τα θυμάμαι. Είναι η σύνδεση που θα κάνεις, η εσωτερική, και πώς θα μεταγγίσεις το μύθο σου, την ατμόσφαιρα. Μ’ ενδιαφέρει ο ψυχισμός των ανθρώπων της εποχής για την οποία μιλάω. Ονειρεύομαι ότι θα έρθει η στιγμή, που δεν νομίζω πως θ’ αργήσει λόγω της ραγδαίας αλλαγής και καταστροφής αυτής της πόλεως, καταστροφής και σκηνογραφικής και ανθρωπολογικής, λοιπόν φιλοδοξώ να έρθει η στιγμή να σκαλίζουν τα βιβλία μου και να λένε « αυτό το λέει ο Ιωάννου».

Ολοζώντανος στη μνήμη

Πέρα από τα αφιερώματα, τις αναφορές στο έργο και την προσωπικότητά του, τις εκδηλώσεις στη μνήμη του και τις κριτικές, αυτό που πάει το Γιώργο Ιωάννου στο μέλλον και θα τον κρατά ολοζώντανο στη μνήμη του λαού, είναι το πεζογραφικό του έργο. ΄Ένα έργο που έχει όλα τα χαρίσματα του ποιοτικού και ουσιαστικού λόγου με το δικό του αυτόνομο ύφος και περιεχόμενο. Παίρνει μια αδιάφορη, ίσως για τους πολλούς ,εικόνα ή ιδέα και την αναδεικνύει. Την καθιστά μεγάλη έγνοια και πάνω της κτίζει ένα πελώριο οικοδόμημα στοχασμών που κρύβουν μέσα τους το καίριο και το σημαντικό της ζωής. Ένα έργο που  είναι άρρηκτα δεμένο με τη συνείδηση αυτού του τόπου κι όσο μάλιστα περνάει ο καιρός γίνεται προφητικό, καίριο και συχνά σαρκαστικό και καταγγελτικό για όλα εκείνα που απειλούν ή δείχνουν να παραγκωνίζουν αξίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε στο διάβα των χρόνων ο Ελληνισμός. Γράφει σε άρθρο του το 1983: « Η πολιτική δεν είναι ούτε συναίσθημα ούτε κατανυκτική εξομολόγηση. Η πολιτική ασκείται μόνον με γνώμονα την πατρίδα και τα μεγάλα συμφέροντά της». Στο κείμενό του με τίτλο « Δίψα για την παράδοση» υπογραμμίζει: « Από τότε που αυτός ο λαός έχασε το σύστημα του λαϊκού του πολιτισμού παραδέρνει μέσα σε ασυνήθιστη θολούρα, ψάχνοντας, για τον πολιτιστικό δρόμο του. Για τη θολούρα αυτή, κυρίως, ένοχοι είναι η παιδεία και οι λόγιοι».

Η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου

Ο Γιώργος Ιωάννου είναι ίσως ο συγγραφέας που δίνει στα κείμενά του τις πιο ατμοσφαιρικές εικόνες της Θεσσαλονίκης. Του αρέσουν οι περίπατοι στην ομίχλη, στις φτωχογειτονιές και κυρίως οι εκκλησιές της πόλης,  τις οποίες συνδέει με την προσφυγιά και τους πρόσφυγες αφού σε πολλές από αυτές το 1922 βρήκαν στέγη και παρηγοριά οι ξεριζωμένοι. Γράφει για τη Θεσσαλονίκη γιατί αγαπά με πάθος την πόλη που έγινε γι’ αυτόν η πρωτεύουσα των προσφύγων. Σημειώνει στο κείμενό του «Θεσσαλονικέων ύπνος και ξύπνος»: « Η Θεσσαλονίκη, οι άνθρωποί της, η κοινωνία της , συνδημιούργησαν  το βυζαντινό πολιτισμό και το βυζαντινό πνεύμα. Και η Θεσσαλονίκη αποτελεί για μας σήμερα το πρώτο σκαλοπάτι για εκεί που, θέλουμε δε θέλουμε, τείνει η ψυχή του Ελληνισμού ακατανίκητα». Σε ομιλία του το 1984 σε εκδήλωση που οργάνωσε στην Αθήνα ο Σύνδεσμος Θεσσαλονικέων είχε τονίσει χαρακτηριστικά: «Τη Θεσσαλονίκη περιττό να πω πόσο τη λατρεύω ως πόλη και πόσο περισσότερο Θεσσαλονικιός αισθάνομαι παρά Αθηναίος. ¨Όταν αγαπάς κάπου και είσαι σαν αφιερωμένος, νιώθεις τα πράγματα βαθύτερα, μα έχεις και αγωνία περισσότερη. Και είσαι και πολύ πολύ αυστηρός, όταν μάλιστα την αυστηρότητα την έχεις στο αίμα σου. Η αυστηρότητα βοηθάει στη διάλυση των μύθων και στην αυτογνωσία. Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από αυτογνωσία, όσο κι αν της είναι δυσάρεστο αυτό…Ομολογώ ότι κατέχομαι από το σύμπλεγμα του ιδιοκτήτη αυτής της πόλης ή του ιδιοκτήτη της ιδέας αυτής της πόλης και αυτό πιστεύω ότι μου δίνει τη δύναμη , και το δικαίωμα ίσως , να φέρομαι με άνεση απέναντι σ’ αυτήν. Μιλώ σκληρά, μιλώ επικριτικά ,μιλώ με παροξυσμό και πάθος για τη Θεσσαλονίκη. Και ξαφνιάζομαι , όταν και άλλοι, όπως ο Νίκος Πεντζίκης ή ο Κωστής Μοσκώφ, παρουσιάζουν τα ίδια περίπου συμπτώματα».

Ο Ιωάννου στη σκέψη ομοτέχνων

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς σε κριτική του το 1965 σημειώνει: « Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου ακούγονται όπως η χαμηλόφωνη κουβέντα ενός γνωστού σου ή όπως η εξομολόγηση ενός « ανιάτως πάσχοντος» , που δεν του ταιριάζουν τα κλωθογυρίσματα, αλλά επείγεται να ’ γγίξει παρευθύς την αιτία του κακού- τα έλκη του έσω και του έξω κόσμου». Για τον Τόλη Καζαντζή, ο Ιωάννου είναι συγγραφέας με έντονη κοινωνική συνείδηση και με έντονη προσωπική ιδιοτυπία. « Θα πρέπει να ιδούμε την πεζογραφία του»,σημειώνει, « σα συνέχεια και συνέπεια της αρχικής ποιητικής του διάθεσης. Στο έργο του συνταιριάζεται η δωρική σοβαρότητα και η ιωνική αλαφράδα και διαπιστώνουμε ένα κράμα Αριστοφανικής σκωπτικότητας και αρχαίας τραγωδίας, μια συνύπαρξη λαϊκής ζεστασιάς και δασκαλίστικης ευρυμάθειας και διδακτισμού».
Στην ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο Λίνος Πολίτης , αναφερόμενος στο έργο του  Γιώργου Ιωάννου κάνει λόγο για συνταύτιση του αφηγητή με τα βάσανα και τις λαχτάρες μιας ολόκληρης ομάδας ανθρώπων, και από την άλλη για εξομολογητικό τόνο αφήγησης , έντονο ρεαλισμό και απογύμνωση κάθε είδους καταφυγής. Ταλαντούχο ποιητή και πεζογράφο τον χαρακτηρίζει ο Γιώργος Βαφόπουλος ενώ ο Θανάσης Νιάρχος πιστεύει ότι « ο Γιώργος Ιωάννου είναι ένας από τους τελευταίους συγγραφείς , που μέσα του διασταυρώνονται και συγχωνεύονται εποχές, μνήμες κόσμων θρυμματισμένων, σύνολα ανθρώπων , που το έργο τους προσφέρεται και σε εθνολόγους, σε κοινωνιολόγους , σε ψυχαναλυτές, παραμένοντας κατά βάθος έργο καλλιτεχνικό». Η Αντιγόνη Βλαβιανού που επιμελήθηκε βιβλία του ερευνώντας το αρχείο του θεωρεί ότι ο Ιωάννου υπήρξε ατενής παρατηρητής (εραστής) της ζωής , αυτοφυής και αυθυπόστατος, αχειραγώγητος και ατιθάσευτος .

Το δικό μας αίμα

Τα βιβλία του Γιώργου Ιωάννου συνεχίζουν το ταξίδι τους στο χρόνο. Νέοι άνθρωποι προστίθενται στους αναγνώστες του. Μυημένοι και αμύητοι στα βάσανα και τις χαρές της ζωής, γνωρίζουν έναν κόσμο που αν δεν υπήρχε ο Ιωάννου να τον καταγράψει και να τον περισώσει από τη φθορά θα χάνονταν . Κι αυτό θα ήταν οδυνηρό και μεγάλη ζημιά για τον τόπο αφού αυτός ο κόσμος των βιβλίων του Ιωάννου είναι ένα πολύτιμο κομμάτι του δικού μας παρελθόντος ,της δικιάς μας ιστορίας. Βιβλία όπως: «Η πρωτεύουσα των προσφύγων», « Η μόνη κληρονομιά»,  «Για ένα φιλότιμο», « Η σαρκοφάγος», « Το κατοχικό ημερολόγιο», « Εφήβων και μη», « Το δικό μας αίμα», είναι κάτι περισσότερα από βιβλία. Είναι η κραυγή ενός ανθρώπου που ονειρεύτηκε την αλήθεια και τα δώρα της ζωής. Ευφυώς ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης έγραψε: « Ο Ιωάννου , ό,τι και να πούμε, είχε τη συμπεριφορά του αίματος: κυλούσε, έτρεφε ,έκαιγε , ζωογονούσε, θυμόταν, θύμωνε, εκδικιόταν, αλλά
νερό δεν γινόταν. Ήταν το δικό μας αίμα».