“Το ποινικο - νομικό μας σύστημα δεν κάνει διακρίσεις ανάλογα με την κοινωνική ιδιότητα, το θρήσκευμα ή την εθνική προέλευση κάθε διωκομένου”. Αυτό σημειώνει με νόημα ο πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, Παναγιώτης Μπρακουμάτσος, για την >>>

υπόθεση Εφραίμ και χαρακτηρίζει «άστοχες» τις σχετικές δηλώσεις εξωχωρίων φορέων και προσώπων του εξωτερικού.

Αναφορικά με τις δηλώσεις και τοποθετήσεις κέντρων του εξωτερικού σχετικά με την υπόθεση, υπογραμμίζει τα εξής:

«Οι σχετικές δηλώσεις εξωχωρίων φορέων και προσώπων του εξωτερικού περί χειραγώγησης της υπόθεσης επιστρέφονται τουλάχιστον ως άστοχες και με την παρατήρηση ότι οι απόψεις τους αυτές έχουν υπόψη τους αλλά δικαιικά συστήματα, που δεν έχουν αυτά τα γνωρίσματα και συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στον τρόπο με τον οποίο απονέμεται η Δικαιοσύνη στη Χώρα μας», πρόσθεσε.

Σε σχέση τώρα με τις τοποθετήσεις φορέων και προσώπων από το εσωτερικό, ο κ. Μπρακουμάτσος υπενθυμίζει ότι «η υπόθεση του Βατοπεδίου είχε από τη γένεσή της πολιτικό πρόσημο, κάτι για το οποίο δεν ευθύνονται οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης. Συνεπώς οποιαδήποτε απόφανση του δικαστικού συμβουλίου θα είχε αρνητική υποδοχή ανάλογα με το περιεχόμενο και δυστυχώς η Δικαιοσύνη πάντα θα βρίσκεται στο κέντρο μιας διελκυστίνδας. Τούτο αποδεικνύει και στην πράξη εν προκειμένω: Τα λεγόμενα από διάφορους επώνυμους ή μη περί ουσιαστικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι λόγια κενά περιεχομένου, αφού η καθημερινή πράξη τους αποδεικνύει το αντίθετο, όπως συνέβη με την συζητούμενη υπόθεση, όπου το διακύβευμα γι' αυτούς δεν ήταν τόσο η ουσία της υπόθεσης (την οποία και πολλοί δεν γνωρίζουν), αλλά η ιδιότητα του διωκομένου, κάτι ανεπίτρεπτο για τον δικαιικό μας πολιτισμό».

«Το ποινικονομικό μας σύστημα δεν κάνει διακρίσεις ανάλογα με την κοινωνική ιδιότητα ή το θρήσκευμα ή την εθνική προέλευση κάθε διωκομένου», καταλήγει ο πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων και διαμηνύει προς πάσα κατεύθυνση ότι «ο καθένας όσο ψηλά και αν βρίσκεται, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, θα τύχει της μεταχείρισης που προβλέπεται και συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία διάκριση ήταν νοητή».