Η ηπατίτιδα C είναι μόλυνση του ήπατος που προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV). Οι ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον ιό HCV έχουν τον ιό αυτό στο αίμα, στο σπέρμα και σε άλλα υγρά ή ιστούς του σώματος τους.
Οι περισσότεροι ασθενείς (75% έως 85%) που έχουν μολυνθεί από τον ιό HCV θα είναι φορείς του για το υπόλοιπο της ζωής τους. Τα άτομα αυτά μπορούν να μεταδίδουν τον ιό για πολλά χρόνια.
Περίπου 20% των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C θα αναπτύξουν κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος. Αυτό το δυσάρεστο γεγονός μπορεί να συμβεί ακόμη και 20 χρόνια μετά από τη μόλυνση με τον ιό HCV. Στις σοβαρές περιπτώσεις η μόνη θεραπεία είναι η μεταμόσχευση ήπατος.
Τα συμπτώματα της οξείας λοίμωξης με τον ιό HCV είναι τα ακόλουθα:
  1. Ίκτερος (κιτρίνισμα του δέρματος και του άσπρου των ματιών)
     
  2. Κούραση
     
  3. Πόνος στο στομάχι
     
  4. Ανορεξία
     
  5. Αναγούλες, εμετοί
Πολλοί ασθενείς δεν παρουσιάζουν συμπτώματα λόγω της μόλυνσης τους με τον ιό HCV.
Τα συμπτώματα της μόλυνσης, παρουσιάζονται περίπου 6 έως 8 εβδομάδες αργότερα. Η περίοδος αυτή, της επώασης, μπορεί να είναι διαφορετική από άτομο σε άτομο.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις ατόμων που ανακαλύπτουν τυχαία ότι έχουν μολυνθεί όταν γίνονται οι συστηματικές εξετάσεις ανίχνευσης πριν από αιμοδοσία.
Ο ιός HCV μεταδίδεται κυρίως μετά από έκθεση σε αίμα και σε παράγωγα αίματος.
Τα άτομα που έχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης στον ιό HCV ανήκουν στις ακόλουθες ομάδες:
  1. Χρήστες ναρκωτικών
     
  2. Αποδέκτες μεταγγίσεων αίματος, πλάσματος, οργάνων και άλλων ιστών
     
  3. Βρέφη των οποίων η μητέρα, όταν τα γέννησε ήταν μολυσμένη από τον ιό
     
  4. Ασθενείς που υποβάλλονται μακροχρόνια σε αιμοκάθαρση
     
  5. Άτομα με πολλούς ερωτικούς συντρόφους
Ορισμένες ομάδες ανθρώπων πρέπει να ελέγχονται κατά πόσο έχουν μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας C:
  1. Άτομα που μεταγγίστηκαν με αίμα από άτομο που είναι φορέας του ιού HCV
     
  2. Άτομα που έλαβαν μεταγγίσεις αίματος ή παράγωγα αίματος ή υπεβλήθησαν σε μεταμόσχευση πριν από την εποχή που γινόταν συστηματικά η ανίχνευση του ιού της ηπατίτιδας C
     
  3. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χρόνια αιμοκάθαρση
     
  4. Άτομα που έλαβαν παράνομα ενδοφλέβια ναρκωτικά έστω και εάν αυτό συνέβηκε πριν πολλά χρόνια
     
  5. Άτομα που εργάζονται στον τομέα της υγείας ή άλλες υπηρεσίες δημόσιας ασφάλειας μετά από έκθεση σε αίμα που είναι θετικό για τον ιό HCV
     
  6. Παιδιά που όταν γεννήθηκαν η μητέρα τους ήταν θετική για τον ιό HCV
Δεν επιβάλλεται να γίνεται συστηματικός έλεγχος του πληθυσμού για τον ιό HCV. Ανάλογα με την περίπτωση θα αποφασιστεί από το γιατρό ποια τεστ χρειάζεται να γίνουν.
Θεραπεία
Η θεραπεία για την ηπατίτιδα C στηρίζεται σε δύο φάρμακα, την ιντερφερόνη και τη ριμπαβιρίνη. Είναι αποτελεσματική στο 10% -40% των ασθενών.
Ο γιατρός θα αποφασίσει την θεραπευτική αντιμετώπιση στην κάθε περίπτωση. Παράλληλα θα δώσει οδηγίες για την αποφυγή του αλκοόλ και φαρμάκων που μπορεί να βλάπτουν το συκώτι.
Πρόληψη
Η χρήση προφυλακτικού και η μείωση των ερωτικών συντρόφων, μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό κατά τη σεξουαλική επαφή.
Η αποφυγή χρήσης κοινών βελονών από τους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών μειώνει τις πιθανότητες μετάδοσης μεταξύ τους του ιού HCV, HIV και άλλων.
Οι ασθενείς με ηπατίτιδα C πρέπει να εμβολιάζονται κατά της ηπατίτιδας Α και Β.