aristotelous_erimia_20110815_01Ο ήλιος περνούσε από τα παραθυρόφυλλα κι έπεφτε, ακριβώς, στα μάτια του… Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα κι άνοιξε τα μάτια. Τα ξανάκλεισε γρήγορα. Δεν άντεχε τόσο φως. Κάτι μουρμούρισε και σηκώθηκε με αργές κινήσεις.

Φορούσε μόνον μια πιτζάμα από κάτω. Δεν άντεχε τη ζέστη των τελευταίων ημερών. Κοίταξε στο ημερολόγιο στον τοίχο. Δεκαπενταύγουστος. Άλλες εποχές, τέτοια μέρα, το τηλέφωνο δε σταματούσε να χτυπά. Για ευχές. Για την κόρη του, για τη γυναίκα του… Πλέον σιωπή.

Τουλάχιστον η κόρη του ήταν καλά. Μπορεί να είχαν μιλήσει τελευταία φορά πριν δυο μήνες, αλλά εκεί που βρισκόταν η μικρή (τι μικρή, δηλαδή, που ήταν, πλέον, ολόκληρη κοπέλα), ήταν καλά…

Το σημερινό, όμως, το σχεδίαζε καιρό. Κόντρα σε κάθε λογική, θα πήγαινε βόλτα. Με το αυτοκίνητο. Κι ας έμενε κι από βενζίνη –κι ας αναγκαζόταν να επιστρέψει με τα πόδια σπίτι.

Μπήκε στο μπάνιο. Άφησε τη βρύση να τρέξει λίγο. Ούτως ή άλλως, το νερό θα ήταν κρύο, αφού δεν υπήρχε τρόπος να το ζεστάνει. Είχε σκεφτεί να βγάλει λίγο στον ήλιο αλλά, Δεκαπενταύγουστο, μπορούσε κανείς να κάνει κρύο μπάνιο…

Μπήκε στη μπανιέρα κι έψαξε το σαμπουάν. Είχε ολόκληρες δωδεκάδες από δαύτο. Είχε απομείνει σε τεράστιες συσκευασίες στο σούπερ μάρκετ. Κανείς δεν το άγγιζε. Προτιμούσαν τα τρόφιμα. Τελικά, όμως, του ΄μειναν απ’ όλα. Και τρόφιμα και απορρυπαντικά και σαπούνια… Τα πάντα.

Καθαρός, με αυτές τις σκέψεις, ντύθηκε. Τζιν, τι-σερτ και μοκασίνια. Το μπλουζάκι είχε ένα περίεργο μότο: Shit happens… Ταίριαζε στην περίσταση.

Κατέβηκε στο γκαράζ με τα πόδια. Το ασανσέρ ήταν κάτι άχρηστο, πλέον. Άνοιξε την πόρτα του γκαράζ από τη χειροκίνητη μανιβέλα και μπήκε στο αυτοκίνητο. Χάιδεψε το τιμόνι και τα πλαστικά του μέρη, πάνω από τον πίνακα ενδείξεων. Είχε να οδηγήσει μήνες, αλλά ήξερε πως η οδήγηση δεν ξεχνιέται. Γύρισε το κλειδί στη μίζα, έβαλε ταχύτητα, πάτησε μαλακά το γκάζι και κινήθηκε προς τα έξω…

Σε όλη τη διαδρομή δεν είδε ψυχή. “Δεκαπενταύγουστος”, σκέφτηκε. Σκουπίδια πεταμένα γύρω από κάδους, έδειχναν πως, κάποια στιγμή, κάποιος είχε αναζητήσει τροφή. Κάποιος από τους άτυχους που βρίσκονταν έξω εκείνο το βράδυ της Κυριακής, που κρύφτηκαν σε τοίχους, μάντρες κι ό,τι βρήκαν, για να γλιτώσουν. Γλίτωσαν; Έμειναν να αναζητούν φαγητό σε σκουπίδια, άρρωστοι, βαδίζοντας προς το θάνατο.

Είχε φθάσει στην πλατεία. Θυμόταν άλλες εποχές. Τότε που γέμιζε από νεαρούς –κυρίως- που, γελώντας και φλυαρώντας, έπιναν τον καφέ τους απλωμένοι στους καναπέδες από τα διάφορα μαγαζιά. Στάθηκε στο κέντρο ακριβώς, απόλυτος κυρίαρχος μιας πλατείας, μιας πόλης, ίσως μιας χώρας, γιατί όχι, ενός κόσμου ολόκληρου. Δεν υπήρχαν σημάδια πως είχε παρέα, πέρα από την κόρη του και μερικές εκατοντάδες επιστήμονες, που είχαν προλάβει να πατήσουν το κουμπί κινδύνου. Η πόρτα είχε κλείσει πίσω τους και τους είχε κρατήσει ζωντανούς.

Κι εκείνος –ευλογημένος, ή καταραμένος, άραγε- περπατούσε ολομόναχος σε μία πόλη άδεια. Άδεια όπως παλιά, το Δεκαπενταύγουστο. Τότε που όλοι πήγαιναν διακοπές, ή σε μια παραλία, για μια βουτιά.

Ακόμη δεν γνώριζε πώς τα κατάφερε να είναι ο μοναδικός επιζών. Το “λάθος” της έρευνας της επιστημονικής ομάδας στην οποία ανήκε η κόρη του είχε διαλύσει το σύμπαν. Η έκρηξη δημιούργησε ένα ωστικό κύμα που κατέστρεψε τα πάντα κι άφησε ελάχιστα ζωντανά όντα όρθια. Αυτοί οι λίγοι όρμησαν και πλιατσικολόγησαν σε ό,τι βρήκαν. Αλλά πέθαιναν, ο ένας μετά τον άλλον, από τα μολυσμένα τρόφιμα και το νερό. Κι εκείνος, εκεί. Όρθιος, αλώβητος, να βλέπει γύρω του την κατάρρευση.

Δε θα είχε αντέξει και θα ΄χε τρελαθεί, αν δεν είχε βρει εκείνο το κατάστημα κινητής τηλεφωνίας με τις φορτισμένες μπαταρίες των κινητών. Χάρη σ’ αυτές μίλησε με την κόρη του. Που έκανε μια ώρα ολόκληρη να πιστέψει πως ο πατέρας της ήταν ζωντανός.

Πλέον δεν υπήρχε άλλη λύση. Θα γινόταν πειραματόζωο. Όταν θα επέστρεφαν οι τιμές της ατμόσφαιρας στα φυσιολογικά επίπεδα, θα τον μάζευαν για να τον εξετάσουν. Για να δουν πώς θα μπορούσαν κι εκείνοι να επιβιώσουν.

-Ρολόι;

Ο αφρικανός, απέναντί του, κρατούσε μια βαλίτσα τεράστια ρολόγια, που λίγο ήθελε να θυμίσουν ξυπνητήρι. Στην πλατεία υπήρχαν δυο-τρεις άνθρωποι, όλοι κι όλοι κι ο μετανάστης τον είχε δει ως μάνα εξ ουρανού. Έγνεψε όχι και προχώρησε προς τη θάλασσα.

oasth_stasi_aristotelous_20110815_01

Πέρασε από τη στάση των αστικών λεωφορείων. Μια γυναίκα, όλη κι όλη, περίμενε. Τη χαιρέτισε κι αυτή του απάντησε, λες και γνωρίζονταν καιρό. Δεκαπενταύγουστος ήταν, ελάχιστοι οι κάτοικοι στην πόλη… Ε, ήταν σα να γνωρίζονταν…

Σκέφτηκε πως είχε πολύ καιρό να δει την κόρη του. Πλέον δεν ήταν το κοριτσάκι που θυμόταν. Είχε τις παρέες της και, μια τέτοια μέρα, προτιμούσε να πάει για μπάνιο με τις φίλες της, παρά να δει τον πατέρα της. Φυσιολογικό. Το ίδιο δεν έκανε κι αυτός στην ηλικία της;

Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν πως, κάθε φορά, όλο και πιο συχνά, έφτιαχνε ιστορίες με το μυαλό του. Είχε περάσει, άραγε, στην άλλη πλευρά;

-Ρολόι;


Το σύντομο “Διάστημα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας” δημιουργήθηκε με αφορμή τις φωτογραφίες της Φανής Τρυψάνη για την www.eurokinissi.gr

** Το κείμενο δημοσιεύτηκε σήμερα στο blog http://diastimata.blogspot.com