Περιβαλλοντικό σκάνδαλο ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο εξελίσσεται στο πλαίσιο του νέου συστήματος εμπορίας ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταγγέλλουν με γραπτή ερώτηση που κατέθεσαν προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κ. Θόδωρος Σκυλακάκης και ο Ολλανδός Ευρωβουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Gerben-Jean Gerbrand.
Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές πληρώνουν, μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας ρύπων πάνω από 500 εκ. Ευρώ το χρόνο για την καταστροφή ενός αερίου του θερμοκηπίου που παράγεται μαζικά ως υποπροϊόν της χημικής βιομηχανίας στις αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως Κίνα και Ινδία), ενώ το πραγματικό κόστος της σχετικής διαδικασίας είναι κάτω από 10 εκ. Ευρώ. Πληρώνουν δηλαδή 70 φορές παραπάνω από το πραγματικό κόστος. Αν μάλιστα συνεχιστεί το εμπόριο των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων για το αέριο αυτό (το HFC-23), τότε θα καταλήξουν μέχρι το 2012 να έχουν πληρώσει 5 με 6 δις ευρώ για «περιβαλλοντικές υπηρεσίες» πραγματικής αξίας μόλις 80 εκ. Ευρώ, αφού το αέριο για το οποίο γίνεται η καταγγελία, το HFC-23, μπορεί να καταστραφεί με μόλις €0,17 τον τόνο CO2 -eq2, πληρώνεται όμως στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς εμπορίου ρύπων με 11 έως 12 Ευρώ τον τόνο!
Οι δύο Ευρωβουλευτές ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εισηγηθεί τρόπους για να τεθεί άμεσα τέλος στη σκανδαλώδη αυτή πρακτική.
Όπως προέκυψε από στοιχεία που κατατέθηκαν από τρεις σημαντικές ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές οργανώσεις (CDM Watch, EIA και Sandbag), σε εκδήλωση που διοργάνωσε το GLOBE σε συνεργασία με τους δύο Ευρωβουλευτές στις Βρυξέλλες, εκτός του οικονομικού σκανδάλου υπάρχει και περιβαλλοντική ζημία, αφού το HFC-23 είναι υποπροϊόν της παραγωγής ενός κατ εξοχήν αντιπεριβαλλοντικού αερίου, του HFC-22 (για κάθε 25 τόνους HFC-22 προκύπτει ως υποπροϊόν ένας τόνος HFC-23), το οποίο χρησιμοποιείται στα ψυγεία και τα air condition και είναι επίσης ένα ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου, αλλά και αέριο που καταστρέφει το όζον, μεγαλώνοντας την επικίνδυνη τρύπα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα του πλανήτη.
Λόγω των τερατωδών κερδών που συνεπάγεται η πώληση δικαιωμάτων που προκύπτουν από την καταστροφή του HFC-23, υπάρχει υπερπαραγωγή HFC-22, το οποίο βεβαίως δεν καταστρέφεται και πρόκειται να προκαλέσει στο μέλλον, τόσο αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, όσο και διεύρυνση της τρύπας του όζοντος. Η υπερπαραγωγή δε του HFC-22 γίνεται εις βάρος εναλλακτικών, πολύ λιγότερο ρυπογόνων τεχνολογιών που δεν χρησιμοποιούν το αέριο αυτό.
Η σκανδαλώδης αυτή υπόθεση ήταν ήδη γνωστή από το 2006 όταν οι New York Times παρουσίασαν την υπόθεση μιας εγκατάστασης αποτέφρωσης HFC-23, η οποία επρόκειτο να τοποθετηθεί σε ένα εργοστάσιο παραγωγής HFC-22 στην κινεζική πόλη Quzhou, για το ποσό των 4 εκ δολαρίων και η οποία θα έφερνε έσοδα με τη μορφή δικαιωμάτων ρύπων αξίας περίπου 400 εκ δολαρίων.
Το κινεζικό κράτος επωφελήθηκε μάλιστα των κερδών αυτών, επιβάλλοντας ειδικό τέλος στα κέρδη των επιχειρήσεων που καταστρέφουν HFC-23, από το οποίο έχει εισπράξει ήδη πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ.
Μια άλλη σημαντική πτυχή της υπόθεσης, είναι ότι πολλές από τις μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες (ενέργεια, χαλυβουργία κ.λπ.), που αγοράζουν φθηνότερα δικαιώματα (certified emission reduction credits3), από το διεθνές σύστημα, το κάνουν για να μπορέσουν να μεταφέρουν τα δικαιώματα, που τους είχαν δωρεάν παραχωρηθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συστήματος4, στην επόμενη περίοδο μετά το 2012, οπότε θα έχουν μεγαλύτερη αξία και να αποκομίσουν έτσι κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ.
Ο κ. Σκυλακάκης δήλωσε σχετικά με την υπόθεση αυτή: «Είναι απαράδεκτο να χρησιμοποιούνται με τον τρόπο αυτό τα χρήματα των Ευρωπαίων καταναλωτών. Πρόκειται για σκάνδαλο που αν δεν τερματιστεί άμεσα υπονομεύει την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας ρύπων, που αποτελεί μια σημαντική πτυχή της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής».