"Επιτέλους"! Η λέξη ταιριάζει γάντι σε δύο: Στον Τζεφ Μπρίτζες και στην Σάντρα Μπούλοκ. Ο great Lebofsky και η κυρία που... παγιδεύτηκε στο Διαδίκτυο, ήταν οι κερδισμένοι των εφετινών Όσκαρ. Ο πρώτος για την ταινία Crazy Heart κι η δεύτερη για το The Blind Site. Εκείνη, όμως, που έκανε πραγματικότητα τη ρήση ότι, σε ένα διαζύγιο είναι η "πρώην" που τα παίρνει όλα, ήταν η πρώην του κ. Κάμερον, Κάθριν Μπίγκελόου.
Η κ. Μπίγκελόου επικράτησε κατά κράτος του Τζιμ Κάμερον. Διέλυσε το τρισδιάστατο όνειρό του, με μια ταινία για το στρατό. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Αδελφός του επίσης ηθοποιού Μπο Μπρίτζες και του κινηματογραφικού αστέρα Λόιντ Μπρίτζες, ο Τζεφ Μπρίτζες ήδη είχε προταθεί άλλες τέσσερις φορές για το Όσκαρ, όμως ποτέ άλλοτε δεν είχε φύγει από το Κόντακ Θίατερ με το χρυσό αγαλματίδιο. Αυτήν τη φορά είχε... καλή παρέα στην έξοδό του.
Η Σάντρα Μπούλοκ τιμήθηκε με το πρώτο της Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, για την ερμηνεία της ως μητέρα στην ταινία The Blind Side. Με καριέρα 16 χρόνων, δεν κρίθηκε ποτέ ικανή να έχει, έστω και υποψηφιότητα, αφού οι ρόλοι της ήταν ή σε κωμωδίες ή σε θρίλερ δράσης. Θέματα μιαρά για την Ακαδημία.
Η Μπούλοκ ερμήνευσε στην ταινία, που βασίζεται σε αληθινή ιστορία. με πρωταγωνίστρια μία μητέρα σε προάστιο αμερικανικής πόλης που αναλαμβάνει έναν νέγρο έφηβο και τον οδηγεί σε μία λαμπρή καριέρα στο αμερικανικό ποδόσφαιρο.
Η Κάθριν Μπίγκελοου (θα της μείνει αυτό το ex-Cameron)έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Η ταινία της The Hurt Locker, πραγματεύεται τον πόλεμο του Ιράκ. Βλέπει τη δράση απ τα μάτια μίας αμερικανικής ομάδας εξουδετέρωσης ναρκών. Η ταινία της απέσπασε ένα ιστορικό βραβείο, καθώς μία χαμηλού κόστους ταινία έβαλε κάτω την τρισδιάστατη υπερπαραγωγή, το Avatar.
Διπλή νίκη για την κ. Μπίγκελόου, αφού επικράτησε και στην κατηγορία για την καλύτερη ταινία (ήταν και συμπαραγωγός, μαζί με τον δημοσιογράφο και σεναριογράφο Μαρκ Μπόουλ, τον χρηματοδότη Νικολά Σαρτιέ και τον Γκρεγκ Σάπιρο). Ο Σαρτιέ αποκλείσθηκε από την τελετή απονομής των Όσκαρ, επειδή παρέβη τους κανονισμούς της διαδικασίας στέλνοντας ηλεκτρονικά μηνύματα για λογαριασμό της ταινίας στους εκλέκτορες.
Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας πήρε η αργεντίνικη «Το μυστικό στα μάτια της». Είναι η ιστορία ενός συνταξιούχου εισαγγελέα τον οποίο βασανίζει μία παλαιά υπόθεση βιασμού μετά φόνου, της οποίας τον δράστη επιχειρεί να ανακαλύψει.
Ο Μάρκ Μπόουλ, για την ταινία «The hurt locker» και ο Τζέφρι Φλέτσερ, για τη «Μονάκριβη», βραβεύθηκαν με τα βραβεία Όσκαρ Πρωτότυπου και Διασκευασμένου Σεναρίου αντίστοιχα. Ο αμερικανός δημοσιογράφος Μαρκ Μπόουλ έγραψε το σενάριο της ταινίας μετά από πολύμηνη εμπειρία του σε μονάδα εξουδετέρωσης ναρκών του αμερικανικού στρατού. Ο Φλέτσερ διακρίθηκε για τη διασκευή του βιβλίου Push της νεοϋορκέζας ποιήτριας Σαπφάιρ, το οποίο απέδωσε στην ταινία «Μονάκριβη», για την οποία ήδη τιμήθηκε με Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου η Μονίκ.
Στον αυστριακό ηθοποιό Κρίστοφ Βαλτζ απονεμήθηκε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, για την ερμηνεία του μοχθηρού Ναζιστή αξιωματικού Χανς Λάντα στην ταινία «Άδωξοι μπάσταρδη». Ο Βαλτζ, είχε σαρώσει τα βραβεία στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ πριν την απονομή των Όσκαρ.
Μπορεί το τρισδιάστατο έπος του Κάμερον να μην τα κατάφερε, όμως μια τρισδιάστατη ταινία, το «Ψηλά στον Ουρανό» ψηφίσθηκε και παρέλαβε το βραβείο Όσκαρ για την Καλύτερη Ταινία Κινουμένων Σχεδίων. Η ταινία του σκηνοθέτη Πιτ Ντόκτερ αφηγείται τις περιπέτειες ενός γέρου κι ενός παιδιού που πετούν με ένα σπίτι δεμένο σε αερόστατο.
Στη Μονίκ απονεμήθηκε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, για την ερμηνεία της ως μητέρας στην ταινία «Μονάκριβη», κατά την τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η Μονίκ, που είναι ιδιαίτερα γνωστή για τους κωμικούς ρόλους της και την τηλεοπτική της παρουσία, φερόταν ως η επικρατέστερη από την πρώτη στιγμή.
Από τις καλύτερες στιγμές της τελετής το βιντεάκι που ετοίμασαν οι παρουσιαστές Στιβ Μάρτιν και Άλεκ Μπάλντουιν σατιρίζοντας το Paranormal Phenomena, αλλά και οι δολοφονικές ατάκες τους στην έναρξη, κατά πάντων (ειδικά το... επίμονο βλέμμα στον Κλούνεϊ ήταν το κάτι άλλο).