Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα που φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Τούμπα Θεσσαλονίκης, προσθέτοντας όλο και περισσότερα στοιχεία για τους ανθρώπους που έζησαν εκεί πριν από 3.200 χρόνια...

"Στόχος της φετινής ανασκαφής στην Τούμπα Θεσσαλονίκης", τονίζουν σε σχετική εισήγησή τους οι καθηγητές Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., Στέλιος Ανδρέου, Κ. Ευκλείδης και Σ. Τριανταφύλλου, "υπήρξε η ολοκλήρωση της διερεύνησης δύο συγκροτημάτων που από το 2006 έχουν προσφέρει σημαντικά στοιχεία για τη ζωή των ανθρώπων στην περιοχή της μετέπειτα Θεσσαλονίκης πριν από 3.200 χρόνια (τέλος της Ύστερη Εποχή του Χαλκού και αρχή της Πρώιμης Εποχή Σιδήρου). Το 2009 η ανασκαφή επικεντρώθηκε κυρίως στη διερεύνηση της περιόδου του οικισμού που ανήκει στην περίοδο γύρω στο 1200 π.Χ.".
Οι αρχαιολόγοι επισημαίνουν πως "από την περίοδο αυτή έχουν μέχρι τώρα αποκαλυφτεί τρία μεγάλα κτίρια (μέχρι 200 τ.μ.) χτισμένα με πλιθιά, με πολλά δωμάτια και οι στενοί δρόμοι που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να κυκλοφορήσουν στην κορυφή της Τούμπας".
Στο νοτιότερο από τα τρία κτίρια, μάλιστα, αποκαλύφτηκε ένα από τα δωμάτια των αποθηκών με δύο κατασκευές μοναδικές μέχρι τώρα στον οικισμό: μία μεγάλη υπέργεια κυκλική αποθηκευτική κατασκευή από ωμό πηλό για την αποθήκευση καρπών και δίπλα της μια υπερυψωμένη βοηθητική πλατφόρμα που διευκόλυνε τις εργασίες της αποθήκευσης. Σε άλλα δωμάτια του ίδιου κτιρίου εντοπίστηκαν εστίες, ένα φουρνάκι γεμάτο στάχτες και καμένους σπόρους, μία λίθινη πλατφόρμα μαζί με τα εργαλεία (μυλόπετρες, αξίνες και πελέκεις, λίθινες λεπίδες, ξέστρα, υφαντικά βάρη κ. ά) και τα δοχεία που χρησίμευαν για την προετοιμασία της τροφής και για ποικίλες οικοτεχνικές και εργαστηριακές δραστηριότητες όπως η υφαντική, η κατεργασία των μετάλλων, η επεξεργασία δερμάτων κ.ά.
Σύμφωνα με τους καθηγητές του ΑΠΘ, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων προσέφερε η μικροσκοπική ανάλυση των αρχαιολογικών στρωμάτων από το εσωτερικό των δωματίων και από τους δρόμους.
"Από την ανάλυση αυτή", τονίζουν, "μάθαμε ότι κάποια δωμάτια ήταν στρωμένα με χαλιά από φυτικές ίνες. Εντοπίστηκαν τα υπολείμματα των χαλιών πάνω στα χωμάτινα δάπεδα αλλά και η καθημερινή σκόνη που μαζευόταν από κάτω τους. Επίσης ανάλογες αναλύσεις από τα στρώματα των δρόμων έδειξαν ότι ήταν γεμάτοι από τα σκουπίδια που οι κάτοικοι πετούσαν όταν καθάριζαν τα δωμάτιά και τα τζάκια τους. Ταυτόχρονα όμως έδειξαν ότι οι κάτοικοι δεν φαίνεται να έφερναν τα οικόσιτα ζώα μέσα στον οικισμό αλλά τα κρατούσαν εκτός, σε ειδικούς χώρους η στα χωράφια".
Στην επιστημονική εισήγηση επισημαίνεται πως "ένα δεύτερο κτίριο βορειότερα διέθετε κατά την ίδια περίοδο μεγάλες αποθήκες με τεράστια πιθάρια που βρέθηκαν σχεδόν ολόκληρα στη θέση τους ενώ ένα δωμάτιό του ήταν ιδιαίτερα φροντισμένο καθώς το δάπεδό του είχε στρωθεί με μεγάλες πλίνθινες πλάκες. Κάποια από τα δωμάτια του κτιρίου αυτού στην αμέσως επόμενη φάση εγκαταλείφτηκαν ως χώροι κατοικίας και χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι για την κατασκευή πλιθιών, όπως δείχνουν οι μεγάλες ποσότητες κοκκινοχώματος που είχαν μεταφερθεί σε αυτούς από το ρέμα που περνούσε κοντά στη βάση της Τούμπας μέχρι πρόσφατα. Την ίδια περίοδο (στις αρχές του 11ου αι. π. Χ) ένα άλλο δωμάτιο του ίδιου σπιτιού ήταν αφιερωμένα στην παραγωγή πορφυρής βαφής για το βάψιμο υφασμάτων και άλλων υλικών, όπως φαίνεται από το μεγάλο όγκο θρυμματισμένων οστρέων του γένους murex, τα εργαλεία και τις άλλες εγκαταστάσεις που βρέθηκαν στο εσωτερικό του".

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΝΟΥΝ ΟΙ ΤΑΦΟΙ
"Ένα σημαντικό στοιχείο της φετινής ανασκαφής", αποκαλύπτουν οι αρχαιολόγοι, "ήταν ο μεγάλος αριθμός των ταφών που εντοπίστηκαν στις αυλές και τους δρόμους του οικισμού. Έτσι μαζί με παλιότερα ευρήματα η Τούμπα Θεσσαλονίκης αριθμεί περίπου 17 ταφές ενώ αρκετά είναι και τα διάσπαρτα ανθρώπινα οστά, τα οποία είχαν μεταφερθεί από την αρχική τους θέση μαζί με χώμα κατά τη διάρκεια κάποιων ισοπεδώσεων και χωματουργικών εργασιών που ήταν συνηθισμένες στον οικισμό. Το σύνολο αυτό είναι μοναδικό για την περίοδο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία και το μόνο που μας δίνει κάποιες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι μεταχειρίζονταν τους νεκρούς τους την εποχή αυτή. Αυτή τη στιγμή λοιπόν οι ενδείξεις που έχουμε, δείχνουν ότι την περίοδο αυτή οι κάτοικοι της περιοχής δεν έθαβαν τους νεκρούς τους σε οργανωμένα νεκροταφεία αλλά συχνά προτιμούσαν να τους θάβουν κοντά στα σπίτια".
Όπως εκτιμούν οι επιβλέποντες την ανασκαφή, οι περισσότερες ταφές ανήκουν σε ένα χρονικό ορίζοντα 20 έως 30 χρόνων στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 11ου αι. π.Χ. (1120-1090π.Χ.), αν και υπάρχουν και κάποιες παλιότερες. Όλοι οι χώροι που χρησιμοποιήθηκαν για ταφές εγκαταλείφθηκαν για κάποιο διάστημα αμέσως μετά, αλλά γρήγορα μπαζώθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως δρόμοι, αυλές η δωμάτια.
Η μελέτη των ταφών δείχνει ότι παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα συστηματικά οργανωμένο τελετουργικό τυπικό για την μεταχείριση των νεκρών, η ηλικία και το φύλο φαίνεται να αποτελούσαν καθοριστικούς παράγοντες για κάποιες όψεις της ταφικής τελετουργίας. Έτσι η διαφορετικότητα στην στάση των νεαρών νηπίων (θάβονταν σε συνεσταλμένη στάση ενώ όλοι οι υπόλοιποι σε εκτεταμένη ύπτια) θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη άρνησης της κοινότητας να μεταχειριστεί κάποια άτομα με τον ίδιο τρόπο που μεταχειριζόταν τον υπόλοιπο πληθυσμό (όπως σήμερα η εκκλησία αρνείται την ταφή στα αβάπτιστα μωρά).
Διαπιστώθηκε επίσης ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν διαφορετικός τρόπος με τον οποίο τοποθετούνταν τα χέρια στους νεκρούς άνδρες και τις νεκρές γυναίκες. Επίσης παρατηρήθηκε ότι μόνο τα ενήλικα άτομα ή νεαρά άτομα που βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία, όπως μια νεαρή γυναίκα μεταξύ 15 και 18 ετών, συνοδεύονταν από κάποια αντικείμενα και αγγεία που περιείχαν αρώματα και αρωματικές αλοιφές με τις οποίες μάλλον θα αλείφονταν και τα σώματα των νεκρών.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μοναδική ταφή, όπου ο νεκρός είχε τοποθετηθεί μπρούμυτα. Πρόκειται για ένα παιδί επτά ετών, το οποίο έπασχε από οστεοχόνδρωμα (καλοήθη όγκο) στο δεξί βραχιόνιο στο ύψος περίπου του ώμου. Ο όγκος θα πρέπει να ήταν ορατός με τη μορφή οιδήματος και να συνοδευόταν πιθανότατα από αντίστοιχη δυσλειτουργία του ώμου.
Η ανατομική διαφορετικότητα του παιδιού αυτού ίσως του προσέδιδε ειδική θέση στη κοινότητα, και έτσι εξηγείται η ιδιαίτερη μεταχείριση ως προς τη στάση, η ποικιλία, ο αριθμός των αντικειμένων που το συνόδευαν στον τάφο και η κάλυψή του με μεγάλα κομμάτια από πιθάρια και κόκκινο φερτό χώμα. Ένα τελευταίο ενδιαφέρον στοιχείο που προσφέρει η μελέτη των ταφών είναι ότι πιθανότατα οι νεκροί του κάθε σπιτιού θάβονταν στους χώρους του κτιρίου όπου κατοικούσαν, ενώ παράλληλα η κατανομή τους στους χώρους του οικισμού μαζί με τα στοιχεία για την ηλικία και το φύλο των νεκρών μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη δημογραφική σύνθεση των ομάδων που κατοικούσε σε κάθε σπίτι.
"Έτσι πιθανολογούμε", αναφέρουν οι αρχαιολόγοι, "ότι κατά τις αρχές του 11ου αι. π. Χ. τα κτίρια της Τούμπας κατοικούνταν από τουλάχιστον δύο ομάδες η κάθε μια από τις οποίες αποτελούνταν από ένα ζεύγος ενηλίκων και τα παιδιά τους".