Σεξουαλικά προβλήματα αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση ή χημειοθεραπεία για την αντιμετώπιση της πάθησής τους.
Ο βαθμός επίδρασης των δύο αυτών θεραπευτικών παρεμβάσεων στο σώμα τους είναι αδιαμφισβήτητος και πολλές φορές ανάλογος της έντασης των προβλημάτων στη διάθεσή τους, στον τρόπο που αισθάνονται τον εαυτό τους και κατ’επέκταση στον τρόπο που τις βλέπουν οι σύντροφοί τους. Δεδομένου ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία επηρεάζει αρνητικά τη διάθεση  και έχει ως εκ τούτου σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται παρεμβάσεις  προεγχειρητικά και κατά τη διάρκεια, αλλά κυρίως μετά από οποιαδήποτε θεραπεία κατά της νόσου.
«Ο καρκίνος είναι μια σοβαρή ασθένεια που έχει εξαιρετικά αρνητική επίδραση στις ζωές των ασθενών. Μερικές κακοήθειες όμως, όπως του μαστού, των ωοθηκών και της μήτρας, των οργάνων δηλαδή που σχετίζονται με το γυναικείο φύλο, έχουν αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στον οργανισμό αλλά και στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Η χειρουργική επέμβαση, η ακτινοθεραπεία και οι συστηματικές θεραπείες, ενδοφλέβιες όπως η χημειοθεραπεία και η ανοσοθεραπεία ή από του στόματος όπως τα αντιορμονικά  χάπια, είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στη σεξουαλική δυσλειτουργία με ποικίλους άμεσους και έμμεσους τρόπους», μας εξηγεί η ειδική στην Ογκοπλαστική Χειρουργική του Μαστού Δρ. Παρασκευή Λιάκου.  «Η διαταραχή εξελίσσεται σε δύο επίπεδα. Αρχικά, η αλλαγή της εικόνας του σώματος από την εκάστοτε χειρουργική θεραπεία αλλά και τις παρενέργειες των φαρμάκων όπως π.χ. η αλωπεκία, επηρεάζουν τον ψυχισμό της ασθενούς, κάνοντάς την να αισθάνεται σεξουαλικά λιγότερο ελκυστική. Παράλληλα, επηρεάζεται και η δικής της σεξουαλική διάθεση τόσο από την αγωνία της επιβίωσης από τη νόσο όσο και από το φαρμακευτικό χειρισμό της ορμονικής της κατάστασης, που αποτελεί μέρος της αντιοιστρογονικής θεραπείας. Συνέπεια αυτού είναι η διατάραξη της σχέσης της με τον σύντροφό της, που είναι αποδεδειγμένο ότι έχει  αντίκτυπο στην πορεία της ασθένειας. Επειδή η αντιμετώπιση του καρκίνου είναι ολιστική, θα πρέπει να συζητά με την ιατρική ομάδα για τις σεξουαλικές μεταβολές που βιώνει, ούτως ώστε τα προβλήματα να αξιολογούνται και να παρέχονται οι απαραίτητες συμβουλές», προσθέτει.
Η σεξουαλική λειτουργία στις γυναίκες με καρκίνο του μαστού έχει λάβει σημαντική προσοχή από την επιστημονική κοινότητα. Αν και οι επιδημιολογικές μελέτες σχετικά με τον επιπολασμό της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι σπάνιες -λόγω πολιτισμικών και θρησκευτικών αξιών, ανεπαρκούς σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και περιορισμένης συζήτησης με τους επαγγελματίες υγείας - σε όσες έχουν πραγματοποιηθεί σε αναπτυγμένες χώρες έχει καταδειχθεί το υψηλό ποσοστό τους. Παρότι αυτό ποικίλει από μελέτη σε μελέτη, ξεπερνά το 50% των ασθενών.
Η εικόνα είναι πιο ξεκάθαρη όσον αφορά στις αλλαγές στη σεξουαλικότητα των γυναικών με καρκίνο που έχουν υποβληθεί σε χημειοθεραπεία, καθώς η έρευνα έχει αναδείξει τον πόνο, την κούραση, τις αλλαγές στο σωματικό βάρος, τη ναυτία και τον εμετό, καθώς και την αλωπεκία, ως παράγοντες που κάνουν μια γυναίκα να αισθάνεται σεξουαλικά λιγότερο ελκυστική. Ταυτόχρονα, οι περισσότερες από αυτές τις θεραπείες καταστέλλουν την ωοθηκική λειτουργία σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ή επηρεάζουν τη λίμπιντο συνολικά σε όλα τα ηλικιακά φάσματα, με αποτέλεσμα συμπτώματα σεξουαλικής δυσπραγίας κατά τη διάρκεια των θεραπειών. 
Αντίθετα, μελέτες που έχουν ασχοληθεί με την επίδραση της  χειρουργικής επέμβασης και της μεθόδου που επιλέγεται έχουν δείξει μικτά αποτελέσματα. Μερικές έχουν αναφέρει λίγες ή καθόλου διαφορές στη σεξουαλική λειτουργία, ενώ άλλες έχουν διαπιστώσει ότι γυναίκες που υποβάλλονται σε επέμβαση Διατήρησης του Μαστού έχουν μεγαλύτερο σεξουαλικό ενδιαφέρον, δραστηριότητα και απόλαυση συγκριτικά με τις γυναίκες που υποβάλλονται σε μαστεκτομή. Η επίπτωση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το εάν έχουν προχωρήσει μετεγχειρητικά σε επέμβαση για την ανακατασκευή του μαστού. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η μαστεκτομή προκαλεί μεγαλύτερα προβλήματα στη σεξουαλική θελκτικότητα σε σύγκριση με την Επέμβαση Διατήρησης του Μαστού. Ακόμα και οι ασθενείς με ανακατασκευή μαστού αναφέρουν λιγότερη σεξουαλική δραστηριότητα και ανταπόκριση σε σύγκριση με τις ασθενείς με Επέμβαση Διατήρησης του Μαστού  ή μαστεκτομή χωρίς ανακατασκευή.

Ερευνητές θέλοντας να εμβαθύνουν περισσότερο στο αν οι διάφορες χειρουργικές θεραπείες επιφέρουν διαφορετικά ψυχοκοινωνικά αποτελέσματα (π.χ. σεξουαλικά προβλήματα) εξέτασαν γυναίκες με in Situ πορογενές καρκίνωμα (DCIS) και γυναίκες με πρώιμου σταδίου διηθητικό καρκίνο μαστού (EIBC). Στη μελέτη τους περιέλαβαν και μια ομάδα γυναικών χωρίς καρκίνο του μαστού. «Το in Situ πορογενές καρκίνωμα είναι ο πιο συχνός τύπος καρκίνου του μαστού. Είναι τοπικός και σε αρχικό στάδιο, με εξαιρετική πρόγνωση. Οι γυναίκες με αυτόν τον τύπο καρκίνου λαμβάνουν παρόμοιες χειρουργικές και συμπληρωματικές θεραπείες με τις γυναίκες που έχουν πρώιμου σταδίου διηθητικό καρκίνο μαστού, οι οποίες θεραπείες είναι συνήθως και ηπιότερες», διευκρινίζει η Δρ. Λιάκου.
Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες χωρίς καρκίνο του μαστού ανέφεραν περισσότερα σεξουαλικά προβλήματα, συγκριτικά με τις ασθενείς. Το εύρημα αυτό οφείλεται, ενδεχομένως, στην αλλαγή της αντίληψης των καρκινοπαθών μετά τη διάγνωση και τη θεραπεία. Τα σεξουαλικά προβλήματα μπορεί να μη θεωρούνται τόσο σημαντικά όσο τα πιο άμεσα που σχετίζονται με το χειρουργείο και την ανάρρωσή τους. Ωστόσο, αυτή η διαφορά ήταν σημαντική όταν οι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε επέμβαση Διατήρησης του Μαστού. Αντίθετα, οι ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε μαστεκτομή ανέφεραν περισσότερα σεξουαλικά προβλήματα, σε σύγκριση τόσο με τις ασθενείς που διατήρησαν το μαστό τους όσο και με τις υγιείς γυναίκες της ομάδας ελέγχου. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι η θεραπεία του καρκίνου του μαστού επιφέρει με διαφορετικούς τρόπους επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή της ασθενούς. Ο τύπος της χειρουργικής επέμβασης, ουσιαστικά δηλαδή διατήρηση του μαστού ή αφαίρεση αυτού, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την έκταση της νόσου, όπου παίζει σημαντικό ρόλο η πρόληψη. Επιπλέον, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες όπως η κατάθλιψη, τα προβλήματα με την εικόνα του σώματος και τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, είναι σημαντικοί καταλύτες στην εμφάνιση σεξουαλικών προβλημάτων, οι οποίοι είναι σε σημαντικό βαθμό τροποποιήσιμοι με τις κατάλληλες παρεμβάσεις.
«Οι περισσότερες γυναίκες με καρκίνο του μαστού βιώνουν προβλήματα σεξουαλικής επιθυμίας, ελκυστικότητας, διέγερσης, οργασμού και ικανοποίησης, αλλά αποφεύγουν να το συζητήσουν. Η απώλεια του μαστού ή οι αλλαγές στο στήθος μέσω της χειρουργικής επέμβασης και της ακτινοθεραπείας μπορεί να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη σεξουαλική ικανοποίηση. Μερικές περιοχές του μαστού μπορεί να έχουν μικρότερη αισθητικότητα ή να είναι ευαίσθητες. Ο ειλικρινής διάλογος της ασθενούς με τον σύντροφό της, για το πώς νιώθει στο άγγιγμα του χειρουργημένου μαστού και για το πώς μπορεί να καταπολεμηθεί το άγχος και η κατάθλιψη που βιώνει, είναι αποτελεσματικός τρόπος ώστε να χαλαρώσουν και να απολαύσουν το σεξ. Όταν αυτά τα μέτρα δεν επαρκούν, υπάρχουν επαγγελματίες υγείας που παρέχουν συμβουλευτική, προκειμένου οι ασθενείς και οι σύντροφοί τους να αντιμετωπίσουν τα σεξουαλικά ζητήματα», καταλήγει η Δρ. Λιάκου.