«600 περίπου γυναικόπαιδα αιχμάλωτοι οδηγούνται εις το μίαν περίπου ώραν απέχον Τουρκικόν χωρίον Τσασχούρ, όπου οι μεν γέροντες και άοπλοι άνδρες κατακρεουργούνται θηριωδέστατα εις την πλατείαν του χωρίου, αι δε παρθένοι κόραι και γυναίκες ατιμάζονται.
Εκείθεν οδηγούνται εις το Ινοζού, παρά τας όχθας του Αλυος, και κάτωθεν του Καπού-Καγιά και εσωκλείονται εις το χάνι του Κιολέογλου Λεφτέρ, όπου φθάνει ο περιβόητος Σουπέ Ρεϊζή της Πάφρας Μεμέτ Αλής, προς τον οποίον γυναίκες τινές ετόλμησαν να διατυπώσουν παράπονα διά τας κακουχίας και ατιμώσεις τας οποίας έπαθον εκ μέρους των χωροφυλάκων και του στρατού. Επόμενον ήτο ν’ αποπεμφθούν σκαιότατα παρ’ αυτού, οπότε οι βιασταί των δυστυχών εκείνων γυναικοπαίδων, ενθαρρυθέντες περισσότερον, εθεώρησαν επιτετραμμένον πλέον εις αυτούς πάσαν βίαν και παν όργιον, ασυστόλως και δημοσία… Οι μαζικοί εκτοπισμοί και αι αθρόες απελάσεις ήταν το κατεξοχήν εξοντωτικόν μέτρον των τουρκικών αρχών εναντίον των Ελλήνων. Το μαρτύριον των μαζικώς εκτοπιζομένων πληθυσμών εικονίζεται σε επίσημες προξενικές εκθέσεις του 1916-1917. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου αποφασίστηκε τον Ιούνιο του 1915 και άρχισε από τη χερσόνησον της Καλλίπολης και τα παράλια του Ελλήσποντου, για να επεκταθεί στα νησιά της Προποντίδος, σε όλην τη Μικράν Ασίαν και τον Πόντον».

(Παρατίθεται στο: Αντώνιος Γαβριηλίδης, «Σελίδες εκ της μαύρης εθνικής συμφοράς του Πόντου».), αναπαραγωγή για τη σημερινή ημέρα στη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων...