Πέθανε ο Θεόφιλος Σεχίδης, γνωστός ως “ο μακελάρης της Θάσου”, στην ηλικία των 46 ετών  από παθολογικά αίτια στο ψυχιατρείο του Κορυδαλλού.


Η υπόθεσή του, το καλοκαίρι του 1996, είχε σοκάρει το πανελλήνιο κι ο Θεόφιλος Σεχίδης έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πιο αιμοσταγείς κατά συρροήν δολοφόνους και το έγκλημά του, είναι από τα πιο ειδεχθή που έχουν καταγραφεί στα δικαστικά χρονικά της χώρας.  Ο τότε 24χρονος ξεκλήρισε σε μια μέρα όλη του την οικογένεια μια μέρα του Μαΐου. Τα εγκλήματα, όμως, αποκαλύφθηκαν τον Αύγουστο!

«Τον πατέρα μου και τον θείο μου τους σκότωσα με όπλο. Τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τη γιαγιά μου τις αποκεφάλισα με δύο μαχαίρια», είπε στην κυνική του ομολογία ο Θεόφιλος Σεχίδης.

Ο Σεχίδης συνελήφθη στις 8 Αυγούστου του 1996 κατηγορούμενος πως δολοφόνησε και στη συνέχεια τεμάχισε τον πατέρα, τη μητέρα, τον θείο του, την αδερφή του και τη γιαγιά του, καθώς πίστευε ότι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του για να τον σκοτώσουν.

Ο νεαρός φοιτητής –τότε- δικάστηκε στις 20 Ιουνίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας και καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια. Αργότερα μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού. Η αίτηση αποφυλάκισης που κατέθεσε το 2016 δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο.


Πώς διέπραξε τους φόνους


Ακολουθεί ένα χρονικό των φόνων που διέπραξε. Τα όσα περιγράφονται μπορεί να σοκάρουν –γι αυτό αν προχωρήσετε στην ανάγνωση, το κάνετε με δική σας ευθύνη.

Ο πρώτος του φόνος ήταν αυτός του 58χρονου θείου του, τον οποίο αρχικά έσπρωξε από γκρεμό, έπειτα από λογομαχία.

Έπειτα πυροβόλησε τον 55χρονο πατέρα του, Δημήτρη, επειδή ο δεύτερος κρατούσε μαχαίρι, φοβούμενος ότι ήθελε να τον δολοφονήσει.

Στη συνέχεια, σκότωσε την 48χρονη μητέρα του, Μαρία, αποκεφαλίζοντάς τη χρησιμοποιόντας δύο μαχαίρια, καθώς και αυτή κρατούσε μαχαίρι, και έπειτα την 27χρονη αδερφή του, Έμμυ Σεχίδη, με τον ίδιο τρόπο.

Ο Σεχίδης αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους διατήρησε στο ψυγείο, για "μεταγενέστερη μελέτη". Την επόμενη ημέρα, η 75χρονη γιαγιά του Σεχίδη,Ερμιόνη, πήγε στο σπίτι της οικογένειας και εκείνος την σκότωσε επίσης με τον παραπάνω τρόπο.

Την επόμενη μέρα, τεμάχισε όλα τα πτώματα με αλυσοπρίονα, εκτός από αυτό του θείου του, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στη χωματερή της Καβάλας.

Τα εγκλήματα άρχισαν να ερευνώνται, έπειτα από καταγγελία στην βελγική αστυνομία από την Ελένη Σεχίδη, η οποία κατοικούσε στο Βέλγιο και ήταν σύζυγος του θείου του Θεόφιλου Σεχίδη, για εξαφάνιση των μελών της οικογένειας Σεχίδη αλλά και του ίδιου. Όταν η αστυνομία δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει επαρκή στοιχεία ώστε να συνεχίσει την έρευνα, η Σεχίδη ταξίδευσε στη Θάσο για να βρει τον σύζυγό της. Ο ίδιος, προσποιούνταν ότι δεν γνώριζε που βρίσκονται οι συγγενείς του και ότι τους έψαχνε και αυτός. Τελικά η καταγγελία έφθασε στην αστυνομία κι έτσι συνελήφθη ο δράστης.

Μάλιστα, είχε διατηρήσει στο ψυγείο του σπιτιού, τους εγκεφάλους κάποιων από τα θύματά του…

«Δύο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο;», είχε πει τότε στους εμβρόντητους αστυνομικούς.