Απευθυνόμενος σε προσκυνητές από Ελλάδα και Κύπρο, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία στο Φανάρι, ο Παναγιώτατος μίλησε, με αφορμή τη σημερινή επέτειο των 70 ετών από την ενθρόνιση του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, για το έργο και την πολυδιάστατη διακονία της Μητρός Εκκλησίας.Στη διαχρονική προσφορά της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος χοροστάτησε κατά τη Θεία Λειτουργία, που τελέστηκε, σήμερα, Κυριακή, 27 Ιανουαρίου, στο Φανάρι, εορτή της μνήμης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενός από τους τρεις μεγάλους ιεράρχες και οικουμενικούς διδασκάλους της Εκκλησίας, τα ιερά λείψανα του οποίου βρίσκονται αποθησαυρισμένα στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό. Κατά την παράδοση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης χοροστάτησε από το Παραθρόνιο, ενώ στον Πατριαρχικό Θρόνο είχε τοποθετηθεί η εικόνα του Ιερού Χρυσοστόμου.
Εκκλησιάστηκαν, οι Μητροπολίτες Μύρων Χρυσόστομος, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Στέφανος, Κυδωνιών Αθηναγόρας, Ιωαννίνων Μάξιμος, οι Επίσκοπο Ταρτού Ηλίας και Αβύδου Κυριλλος, Άρχοντες Οφφικιάλιοι, πιστοί από την Πόλη και πλήθος προσκυνητών από το εξωτερικό.
Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στην προσωπικότητα και το ανεκτίμητο πνευματικό έργο του προκατόχου του, Ιερού Χρυσοστόμου, ο οποίος οδηγήθηκε στην εξορία, όπου άφησε την τελευταία του πνοή, επειδή δεν δίστασε να στηλιτεύσει τα έργα και τις παρανομίες της κοσμικής εξουσίας της εποχής του. «Πολλάκις οι πολιτικοί και μάλιστα σε περιοχές, σε χώρες, μη δημοκρατικές δεν αρέσκονται και δεν αποδέχονται την κριτική. Και όταν ένας πνευματικός ηγέτης, σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τολμήσει να ασκήσει κριτική, με κατάχρηση της εξουσίας, από μέρους της πολιτικής ηγεσίας, φυλακίζεται ή εξορίζεται ή και εξαφανίζεται. Έτσι και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο μεγάλος αυτός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οικουμενικός διδάσκαλος, ευρέθη εις την Αρμενία, εις τα Κόμανα».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη σημερινή επέτειο των 70 ετών από την ενθρόνιση του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος ανέλαβε σε συνθήκες ευοίωνες αλλά ύστερα από μερικά μόλις χρόνια τόσο το Πατριαρχείο όσο και το άμεσο ποίμνιό του βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις, όπως, μεταξύ άλλων, τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του ’55, «το πογκρόμ εκείνο που κατέστρεψε ό,τι χριστιανικό», το κλείσιμο αργότερα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και τη συρρίκνωση της Ομογενείας.
«Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η άρχουσα και πάσχουσα Εκκλησία, αντέχει. Και μένει εδώ εδραία και αμετακίνητος, σας υποδέχεται, προσκυνεί τους Αγίους της και ενισχύεται από τους Αγίους της, ανάβει πάλι τις λυχνίες της Μικράς Ασίας, όχι μόνο των επτά Εκκλησιών της Αποκαλύψεως αλλά και πολλών άλλων σεβασμάτων και αγιασμάτων της πίστεώς μας, εις την Καππαδοκίαν, εις τον Πόντον, εις την Πέργαμον, εις την Έφεσον κ.ο.κ. Προάγουμε τους διαλόγους με τις άλλες Εκκλησίες, όπως ήταν το όραμα του Πατριάρχου Αθηναγόρου, αναζωογόνησε το Πατριαρχείον μας το Αυτόνομον της Εσθονίας, έδωσε το Αυτοκέφαλον της Ουκρανίας. Πάντοτε συμπορεύεται με τα αιτήματα των καιρών, έχει οράματα δια το μέλλον, και, όσον εξαρτάται από αυτήν, η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως εκπληρώνει εις το ακέραιον την οικουμενικήν της αποστολήν. Και, όπως θα έλεγεν ο Αλεξανδρινός ποιητής, ποτέ από το χρέος μη κινούσα».