Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε χθες Τετάρτη στο Μουσείο Φωτογραφίας ο  ελληνικής καταγωγής γάλλος σκηνοθέτης Ρομέν Γαβράς με αφορμή την προβολή της νέας ταινίας του «Ο κόσμος σου ανήκει/The World is Yours» στο 59ο ΦΚΘ. 

Ο Ρ. Γαβράς, αφού ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορεί να μιλήσει ελληνικά, τόνισε αστειευόμενος ότι η τεμπελιά τον οδήγησε στο να αργήσει τόσο καιρό να κάνει νέα ταινία μετά το Our Day Will Come του 2010. «Βρίσκω πολύ δύσκολη τη διαδικασία του να κάνεις μια ταινία. Μετά το προηγούμενο φιλμ μου, ξεκίνησα ένα πρότζεκτ που τελικά αποδείχτηκε πολύ μεγαλεπήβολο και τρελό για να γυριστεί κι έτσι έχασα αρκετό χρόνο. Στη συνέχεια, γύρισα βιντεοκλίπ και διαφημιστικά, στα οποία αφιέρωσα αρκετό χρόνο».

Μιλώντας για τη μουσική της νέας ταινίας του, ο Ρομέν Γαβράς υποστήριξε ότι παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο διότι κατά κάποιον τρόπο όρισε τους χαρακτήρες του φιλμ, ενώ η αρχική του ιδέα ήταν καθένας από τους πρωταγωνιστές να έχει το δικό του τραγούδι. Την αυθεντική μουσική της ταινίας συνέθεσαν ο προσωπικός του φίλος, γάλλος μουσικός και DJ SebastiΑn, ο οποίος επιμελήθηκε και τη μουσική της προηγούμενης ταινίας του, και ο άγγλος μουσικός Jamie XX, για τραγούδι του οποίου ο Γαβράς σκηνοθέτησε το βιντεοκλίπ. «Ήθελα η μουσική της ταινίας μου να είναι αυστηρά γαλλική ή ευρωπαϊκή, όχι αμερικάνικη. Μην φανταστείτε πάντως ότι έκανα κάποια τεράστια έρευνα. Χρησιμοποίησα βασικά την playlist που έχω στο Spotify» επισήμανε.

Απαντώντας σε σχόλιο του υπεύθυνου Προγράμματος του ΦΚΘ Γ. Κρασσακόπουλου, ότι η σκηνοθεσία ενός βιντεοκλίπ μπορεί να αποτελεί μια διαφορετική διαδικασία από αυτή μιας μεγάλου μήκους ταινίας, ο Ρομέν Γαβράς ανέφερε αρχικά ότι ένα βιντεοκλίπ καθοδηγείται σκηνοθετικά από τη μουσική του. Ο ίδιος, έχοντας βέβαια στο μυαλό του να μην καταλήξει η ταινία του να μοιάζει με βιντεοκλίπ αλλά ταυτόχρονα προσπαθώντας και να μην αποκλίνει ιδιαίτερα από το προσωπικό του ύφος, έπρεπε να βαδίσει σε μια λεπτή γραμμή στην προσπάθειά του να κάνει κάτι που θα ξέφευγε από τα στερεότυπα, χωρίς όμως να μοιάζει τελικά με ένα βιντεοκλίπ μιάμισης ώρας.

Αναφερόμενος στην επιλογή των πρωταγωνιστών του, ο Ρομέν Γαβράς τόνισε ότι λατρεύει να δουλεύει στο ίδιο σετ με καταξιωμένους ηθοποιούς και νέους, ανερχόμενους ή ακόμη και ερασιτέχνες ηθοποιούς, θεωρώντας ότι όλοι τελικά βγαίνουν κερδισμένοι. «Όταν ο Βενσάν Κασέλ ή η Ιζαμπέλ Ατζανί αντικρίζουν νεαρούς και ‘πεινασμένους’ ηθοποιούς, θα είναι και οι ίδιοι λιγότερο τεμπέληδες. Το ίδιο ισχύει και από την πλευρά των λιγότερο γνωστών ηθοποιών. Θα προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό για να εντυπωσιάσουν», δήλωσε.

Σε ερώτηση του κοινού για το αν η ταινία προσπαθεί να περάσει κάποιο μήνυμα κυρίως στους νέους, ο σκηνοθέτης στάθηκε στο γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να συνοψίσει το φιλμ του σε ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα, καθώς ο κόσμος, όπως είπε «δεν είναι πια ασπρόμαυρος, όπως συνέβαινε σε άλλες ιστορικές συγκυρίες». Ο ίδιος σημείωσε επίσης: «Η ιδέα μου ήταν κυρίως να προσπαθήσω να αποθανατίσω, με μια πιο ελαφριά νότα, μια εικόνα των καιρών μας μέσα από ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδους. Στη συνέχεια, θέλησα να ‘στρεβλώσω’ τους κανόνες του είδους αυτού και να εισάγω στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στις συμβάσεις του. Ήθελα να ‘φωτογραφίσω’ μια νέα γενιά που μοιάζει υποκινούμενη από το χρήμα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλά και έναν ήρωα που μπορεί να έχει ένα απλούστατο και πολύ κοινότοπο όνειρο -όπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας- και να καταλήγει τελικά να μην μπορεί με κανέναν τρόπο να το πραγματοποιήσει», ανέφερε.

Υπογραμμίζοντας ότι τα αγαπημένα του φιλμ που αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα του «Ο κόσμος σου ανήκει» είναι οι ιταλικές ταινίες της δεκαετίας του ‘60 και του ‘70, ο Ρομέν Γαβράς πρόσθεσε ότι αν και η υπόθεση του νέου του φιλμ είναι πολύ κλασική για το είδος της, η διάθεσή του ήταν να παίξει με τους κανόνες του είδους, αφού οι ανταγωνιστές της ταινίας δεν είναι καθόλου κακοί. Ο κόσμος του ήρωα είναι γεμάτος τρυφερούς, αλλά αφελείς ανθρώπους και το μυστήριο ενός gangster φιλμ έχει αντικατασταθεί από μια γενικότερη ανοησία. «Όταν έχεις ένα ισχυρό σεναριακό κάδρο μπορείς στη συνέχεια να παίξεις με τις συμβάσεις και να το μεταμορφώσεις όσο θέλεις. Είναι μια μέθοδος που θα μου άρεσε να χρησιμοποιήσω και σε μελλοντικά πρότζεκτ», διευκρίνισε.

Ερωτώμενος στη συνέχεια για το αν θεωρεί τον εαυτό του γάλλο σκηνοθέτη –παρά τις ελληνικές του καταβολές-, ο Ρομέν Γαβράς απάντησε καταφατικά και σημείωσε ότι στη Γαλλία γυρίζονται πράγματι πολλές ταινίες, κάποιες εκ των οποίων είναι πολύ καλές. «Έχουμε μια τάση στη Γαλλία να θεωρούμε τη νουβέλ βαγκ ακόμη νέα, και αυτό προφανώς είναι πρόβλημα. Υπάρχει η γενικότερη αίσθηση ότι, εάν ασχοληθείς αρκετά με την αισθητική της εικόνας στην ταινία σου, αυτό είναι ντροπή. Όλα πρέπει υποτίθεται να είναι υπερρεαλιστικά, όμως η δική μου γενιά μεγάλωσε με το MTV και έκανε την ‘επανάστασή’ της βλέποντας ταινίες όπως το 'Πολύ σκληρός για να πεθάνει'. Η γενιά μου είναι κατά κάποιον τρόπο αφοσιωμένη στην εικόνα, η οποία μπορεί να εκφράσει συμβολισμούς χωρίς να είναι ντροπιαστική. Κάποιες στιγμές στη Γαλλία νιώθεις ότι το σινεμά δημιουργού σημαίνει αναγκαστικά ένα άσχημο οπτικά σινεμά, ενώ για εμένα ένα φιλμ πρέπει να είναι υπέροχο από κάθε άποψη», τόνισε.

Μιλώντας για την κινηματογραφική οικογένεια από την οποία προέρχεται, ο Ρομέν Γαβράς είπε ότι το σινεμά αποτελεί μόνιμο θέμα συζήτησης στην οικογένεια, ενώ πρόσθεσε πως όταν γράφει ένα σενάριο, οι γονείς και τα αδέρφια του το διαβάζουν πρώτοι. «Όταν μεγαλώνεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αφομοιώνεις ευκολότερα στοιχεία που έχουν να κάνουν με την κατασκευή μιας ταινίας, τον τρόπο σκέψης των σκηνοθετών και των ηθοποιών και έτσι μπορείς να προχωρήσεις πιο γρήγορα στον χώρο», υπογράμμισε.

Στο τέλος της συνέντευξης Τύπου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για τη σχέση του με τις νέες τεχνολογίες και υποστήριξε ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα νέα εμπειρία, αλλά δεν θεωρεί ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον «παραδοσιακό» τρόπο που παράγεται και καταναλώνεται ο κινηματογράφος. «Η γραμματική της εικονικής πραγματικότητας είναι πιο διαδραστική από αυτή του σινεμά. Ταιριάζει περισσότερο στα παιχνίδια. Αυτό που αλλάζει ήδη, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι οι θεατές έρχονται όλο και πιο δύσκολα στο σινεμά. Η αλήθεια είναι ότι φαντάζει πολύ δύσκολο να πολεμήσεις τις διαδικτυακές πλατφόρμες τύπου Netflix. Αλλά πιστεύω ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένας χώρος για όσους θεωρούν τους εαυτούς τους ως κινηματογραφικό κοινό. Χρειάζεται να καταφέρεις να διατηρήσεις έναν τρόπο για να μπορεί το κοινό να πηγαίνει σινεμά και να βλέπει ταινίες στη μεγάλη οθόνη», κατέληξε.