Tον ούγγρο σκηνοθέτη Λάζλο Νέμες, δημιουργό του οσκαρικού φιλμ «Ο γιος του Σαούλ», υποδέχτηκε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε συνέντευξη Τύπου σήμερα Σάββατο, με αφορμή την προβολή της νέας ταινίας του «Δύση ηλίου / Sunset» στο φετινό, 59ο φεστιβάλ. Ο συντονιστής της συνέντευξης και υπεύθυνος προγράμματος του ΦΚΘ Γιώργος  Κρασσακόπουλος καλωσόρισε θερμά τον Λάζλο Νέμες και του ζήτησε να καταθέσει τη δική του άποψη για το κατά πόσο ισχύει και στον κινηματογράφο ο άγραφος κανόνας της μουσικής βιομηχανίας σύμφωνα με τον οποίο το δεύτερο πόνημα ενός καλλιτέχνη, που έπεται ενός επιτυχημένου ντεμπούτου, αποτελεί τεράστια πρόκληση. 

Ο Λάζλο Νέμες εξήγησε πως το Sunset αποτέλεσε, ούτως ή άλλως, ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα ακόμη πιο σύνθετο και απαιτητικό σε σύγκριση με την πρώτη του ταινία. «Στο Sunset επιχείρησα να αποτυπώσω τη μύχια και εσωτερική πραγματικότητα που φωλιάζει στην ψυχή του κεντρικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου ήταν αναγκαίο να επιστρατεύσω μια πιο σύνθετη κινηματογραφική γλώσσα και ματιά σε σχέση με την πρώτη μου ταινία. Η απόπειρα να προσεγγίσω την ιδέα και την έννοια της υποκειμενικότητας, η οποία διατυπώνεται πάντοτε με έναν αδιόρατο τρόπο, εύλογα έθεσε υψηλότατες και πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες καλλιτεχνικές και τεχνικές προσκλήσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο σκηνοθέτης έκανε επίσης μνεία στις δυσκολίες χρηματοδότησης που αντιμετώπισε με την πρώτη του ταινία, καθώς και στο ασφυκτικό πλαίσιο αναφορικά με τη χρηματοδότηση κινηματογραφικών ταινιών στην Ευρώπη. «Η δεύτερη ταινία μου βρήκε τον δρόμο της πιο εύκολα, ως θετική απόρροια της επιτυχίας που γνώρισε 'Ο γιος του Σαούλ'. Θεωρώ βέβαιο πως αν υπέβαλα φάκελο ζητώντας χρηματοδότηση για το Sunset ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, θα είχα μηδενικές πιθανότητες επιτυχίας. Η δική μου εμπειρία είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί στο ευρωπαϊκό τοπίο της χρηματοδότησης ταινιών που επιθυμούν να ξεφύγουν από τις προκαθορισμένες νόρμες που επιβάλλουν η τηλεόραση και το ίντερνετ. Στην εποχή μας, όλα τα επιμέρους στάδια δημιουργίας μιας ταινίας, το σενάριο, η διεύθυνση ηθοποιών, η φωτογραφία, το μοντάζ, είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς ένα κυρίαρχο μοτίβο που αναπαράγεται ασταμάτητα», δήλωσε.

Ακόμη ο Λάζλο Νέμες αναφέρθηκε τόσο στο γενικότερο σκηνοθετικό του όραμα όσο και στη συνειδητή και σταθερή επιλογή του να γυρίζει ταινίες σε 35mm, αποφεύγοντας παράλληλα να καταφύγει στο CGI (Computer-Animated Imagery). «Οι ταινίες μου κουβαλούν μια πολύ έντονη προσωπική χροιά, αποκρυσταλλώνουν τη δική μου αντίληψη για την τωρινή εποχή, αλλά και για τα πεπραγμένα του παρελθόντος. Προσπαθώ να αποτυπώσω στην οθόνη εμπειρίες και σκέψεις που ξεφεύγουν από τα όρια του προκαθορισμένου και να βυθίσω τον θεατή σε μια κατάσταση που θα του αφήνει χώρο να ξεδιπλώσει τη φαντασία του και θα γεννά σκέψεις μέσα του, οι οποίες θα διαρκέσουν και δεν θα είναι εφήμερες», υπογράμμισε.

Επεκτείνοντας τον συλλογισμό του, καυτηρίασε τη σύγχρονη τάση στον κινηματογράφο, ο οποίος τείνει να εκπέσει στο επίπεδο μιας απλής υποκατηγορίας στην απέραντη χοάνη της επονομαζόμενης Information Technology (όρος επίσημα γνωστός ως «τεχνολογία πληροφοριών»), κινδυνεύοντας να χάσει οριστικά την ξεχωριστή του θέση και ταυτότητα στον κόσμο της τέχνης. «Πλέον, βασιζόμαστε σε υπέρμετρο βαθμό στους υπολογιστές, με αποτέλεσμα να αποκηρύσσουμε το δικαίωμα του σινεμά να αυτοπροσδιορίζεται ως αυτόνομη τέχνη, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο δε τρόπος με τον οποίο είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε ανεπιστρεπτί το παραδοσιακό φιλμ είναι καταδικαστικός για το κοινό, στο οποίο σταδιακά προσφέρουμε μια ολοένα και πιο συρρικνωμένη αισθητική εμπειρία. Πολύ σύντομα, ο κινηματογράφος θα αποτελεί υπόθεση και επάγγελμα αυστηρά των παραγωγών, με τους σκηνοθέτες να περιορίζονται στον άχαρο ρόλο της συλλογής δεδομένων, τα οποία θα επεξεργαστεί αργότερα μια μηχανή. Αν το σινεμά δεν υπερασπιστεί τον ίδιο του τον εαυτό, πολύ σύντομα θα καταλήξει να υποβαθμιστεί σε μία ανούσια παρέλαση εικόνων, με συνοδεία ποπκόρν, μια ακόμη εναλλακτική πηγή εύκολης διασκέδασης, εφάμιλλη με τα video games. Μάλλον είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους που θρηνούν για τη σταδιακή εξαφάνιση του παραδοσιακού φιλμ, αλλά ειλικρινά πιστεύω πως το κοινό αξίζει κάτι καλύτερο από μια παράθεση πληροφοριών και πίξελς», δήλωσε ο ίδιος.

Σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, κύρια επιδίωξή του, ιδίως μέσα από το πλαίσιο αναφοράς του Sunset, είναι να καταδείξει πώς ένας κόσμος τόσο εκλεπτυσμένος και φινετσάτος κρύβει στα σπλάχνα του τάσεις αυτοκαταστροφής, καθώς και τον αθέατο τρόπο με τον οποίο οι σπόροι της συμφοράς φυτρώνουν και βγάζουν καρπούς, χωρίς τίποτα να προμηνύει την επικείμενη συμφορά. «Επιθυμία μου είναι να ταξιδέψω στην Ιστορία, όχι όμως με τον τρόπο με τον οποίο μελετούμε ένα ιστορικό βιβλίο ή τα ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά προσπαθώντας να ψηλαφίσω τις αδρές γραμμές της ιστορικής εξέλιξης, που δεν είναι φανερές σε παρόντα χρόνο. Όταν η Ιστορία γίνεται ορατή και αντιληπτή, είναι συνήθως πολύ αργά», ανέφερε σχετικά.