Δριμεία κριτική στη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ άσκησε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκος Μητσοτάκης.



Στο επίκεντρό της συνέντευξης Τύπου που έδωσε στην Άρτα, βρέθηκε το ζήτημα του Μακεδονικού καθώς και το προσφυγικό, ενώ ο πρόεδρος της ΝΔ εξέφρασε την ιδιαίτερη ανησυχία του για την κατάσταση της οικονομίας.

Ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Αλέξη Τσίπρα ότι καμιά κυβέρνηση στο παρελθόν δεν παρέδωσε την γλώσσα και την ταυτότητα στα Σκόπια. «Ο κ. Τσίπρας δεν συνομίλησε με τον ελληνικό λαό, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα γνώριζε την πλήρη διαφωνία του στην Συμφωνία των Πρεσπών» είπε, επαναλαμβάνοντας τη θέση της ΝΔ να μην κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών.

«Αν οι συνταγματικές αλλαγές δεν προχωρήσουν στα Σκόπια τότε οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν από μηδενική βάση. Σε αντίθετη περίπτωση και όσο θα προχωρούν στα επόμενα βήματα, δημιουργούνται τετελεσμένα και θα είναι δύσκολο να ανατρέψουμε την συμφωνία» πρόσθεσε.

Μιλώντας για το προσφυγικό, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως «καταδεικνύει την ιδεοληψία, την ανικανότητα και την αδιαφάνεια αυτής της κυνικής παρέας που μας κυβερνά. Κάποιοι που ισχυρίζονταν πως έχουν περισσότερες ευαισθησίες από τους υπόλοιπους, τώρα στοιβάζουν ανθρώπους στους καταυλισμούς της ντροπής».

Απαντώντας στον κυβερνητικό εκπρόσωπο για τις κατηγορίες περί ακροδεξιάς, ο πρόεδρος της ΝΔ τις χαρακτήρισε «ανέκδοτο», σημειώνοντας πως «ο κ. Τζανακόπουλος συγκυβερνά με την ακροδεξιά και εκπροσωπεί μια κυβέρνηση που εκφράζει την οπισθοδρόμηση και τον διχασμό».

Ανησυχία για την οικονομία

«Η χώρα έχει πολιτικό ρίσκο με τους Τσίπρα – Καμμένου στην εξουσία. Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούν να βγάλουν την χώρα σε τροχιά ανάκαμψης. Δεν έχουν σχέδιο» υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης, επαναλαμβάνοντας την ανάγκη για πολιτική αλλαγή προκειμένου η χώρα να θωρακιστεί από παράπλευρες απώλειες, όπως το Χρηματιστήριο και οι τράπεζες.

Στο πλαίσιο αυτό, ανέφερε πως «δυστυχώς η πορεία του δεν ήταν η αναμενόμενη. Ήδη από τις αρχές του χρόνου οι τράπεζες έχουν χάσει περίπου τη μισή τους κεφαλαιοποίηση με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλές αξίες».