Ήμουν σε τράπεζα όταν το έμαθα, σε ουρά. Ο ρουφιάνος της εποχής μας, το Facebook, με ενημέρωσε για το μαύρο μαντάτο. Πήρε αυτός το ρόλο της γειτόνισσας, του Ρόιτερ της γειτονιάς, που έπαιρνε τα σπίτια ένα - ένα και μας τα ΄λεγε όλα...


Ο Δημήτρης Διβίδης έφυγε. Ο συνάδελφος, ο μουσικός παραγωγός, ο φίλος. Ο συνάδελφος πίσω από την κονσόλα. Ο φίλος που, μεταξύ τσιγάρου και καφέ, είχε πάντα ένα υπέροχο ανέκδοτο να μοιραστεί. Ο μουσικός παραγωγός που σου έφτιαχνε το κέφι, με τις επιλογές του.

Ξεμπέρδεψα από την ουρά πολύ αργά. Έριξα μια ματιά στο ρολόι και διαπίστωσα ότι η κηδεία είχε τελειώσει. Βλέπετε, το ΄μαθα αργά... Είχε κηδευτεί στις 12.30 στους Τρεις Ιεράρχες, στη Βούλγαρη. 

Είπα "δεν πειράζει, θα μου το συγχωρήσει. Θα γράψω κάτι στο σάιτ". Γύρισα στο γραφείο, άνοιξα τον blogger κι από εκείνη την ώρα κάθομαι μπροστά σε λευκή οθόνη.

Δεν μπορώ να γράψω ούτε μια λέξη, ρε Δημήτρη! Ούτε ένα "αντίο" δε μου ΄ρχεται. Γιατί; Μα γιατί τέτοιος αισιόδοξος άνθρωπος που ήσουν, τόσο χαμογελαστός, τόσο έξω καρδιά, ούτε το ΄χα διανοηθεί ποτέ, ούτε το πιστεύω ακόμη ότι δε θα ξανακαθίσεις πίσω από την κονσόλα.

Γι αυτό, με το ζόρι μου βγαίνει ένα "καλό ταξίδι". Γιατί τους ανθρώπους "έξω καρδιά", τους έχουμε πάντα στην καρδιά μας, πάντα ζωντανούς μέσα μας.


Τα λέμε ρε φίλε. Ανέκδοτο να ετοιμάσεις! Ακούς;...
Δ.Ι.Ασπροπούλης