Κάθε φέτος και χειρότερα... Μόνον αυτό μπορείς να πεις, πλέον, για τη Χαλκιδική, αφού χρόνο με τον χρόνο εξαφανίζονται ακτές και εμφανίζονται μπιτσόμπαρα...


Το κακό έχει παραγίνει, καθώς οι τοπικοί άρχοντες, όπως διαπιστώνει κάποιος, ενδιαφέρονται μόνον για την είσπραξη προστίμων και τελών κι όχι για την υγιή ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον. Η δικαιολογία της κρίσης έχει ισοπεδώσει τα πάντα, σε έναν τόπο που γκρινάζει μεν, αλλά όταν δει τουρίστα τον χτυπά στ' αυτιά (κι όταν είναι από τη Ρωσία, τη Σεβρία, τα Σκόπια, τη Βουλγαρία, ακόμη καλύτερα για αυτούς και χειρότερα γι αυτόν)...

Η απογοήτευσή μου ήταν τεράστια όταν, εφέτος, επισκέφθηκα δυο γειτονικές αρχές στη Σιθωνία: Τη Λατούρα και το Λαγονήσι. Η πρώτη, εδώ και χρόνια είχε μετατραπεί σε μαρίνα, ενώ η πρόσβαση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς υπάρχει εκεί ένα μικρό ξενοδοχείο. Η δεύτερη παρέμενε μια ανοικτή ακτή για όλους, με υπέροχα διάφανα νερά, ψιλή άμμο κι ένα νησάκι απέναντι, να το βλέπεις και να αναρρωτιέσαι αν μπορείς να φθάσεις εκεί κολυμπώντας.

Ανοικτή ακτή; Όχι πλέον. Στο τέλος του δρόμου έχει δημιουργηθεί ένα χωμάτινο τεράστιο πάρκινγκ, έχουν στηθεί μια καντίνα κι ένα μπαράκι, έχουν τοποθετηθεί παντού ομπρέλες και ξαπλώστρες κι έχουν εξαφανιστεί πεύκα κι άλλα δένδρα που υπήρχαν στο σημείο εκείνο. Χώρος για όσους δε θέλουν να καθίσουν στις ξαπλώστρες του μπαρ υπάρχει, αλλά εκεί που βρίσκεται είσαι αναγκασμένος να περπατήσεις στα βράχια για να μπεις στο νερό. Η άμμος είναι για τα τρυφερά πόδια όσων επιλέγουν το μπαράκι.

Την πρώτη φορά που το επισκεφθήκαμε, στην είσοδο μας περίμενε ευγενικός, όρθιος μέσα στη φρικτή ζέστη, νεαρός σεκιουριτάς. Μας εξήγησε ότι η κατανάλωση είναι ελεύθερη, ότι οι ξαπλώστρες δεν χρεώνονται κι ότι το πάρκινγκ διατίθεται, επίσης, δωρεάν. Ουσιαστικά μας οδήγησε σε άδεια θέση και δήλωσε στην διάθεσή μας για όποια πληροφορία θέλαμε.

Το σέρβις στην ακτή ήταν αργό, αλλά καλό. Το μπαρ διαθέτει και μηχάνημα pos, ενώ η χρήση αποδείξεων γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις. Οι , δε, τιμές, είναι σχετικά χαμηλές, αν σκεφθεί κανείς ότι βρίσκεται στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, δίπλα στον Όρμο της Παναγιάς, όπου οι ψητές σαρδέλες χρεώνονται στην τιμή που κοστίζει ένα λαβράκι...

Ο κόσμος ήταν αρκετός, η χρήση των ελληνικών σπάνια, αλλά γενικά σε αποζημίωνε η θάλασσα και η προθυμία του προσωπικού.

Τη δεύτερη φορά που πήγαμε στην ακτή, όλα είχαν αλλάξει. Στην είσοδο κάθονταν ένας νεαρός με μαγιό και σαγιονάρες, είχε επιλέξει μια σκιά κι όταν έμπαινε ένα αυτοκίνητο σήκωνε το χέρι του κι έδειχνε... "στο βάθος". Όποιος ακολουθούσε την συμβουλή του, διαπίστωνε πως θα έπρεπε να περιμένει για να αδειάσει μια θέση για το αυτοκίνητό του, ή να το παρατήσει όπου να ΄ναι (όπως είχαν κάνει αρκετοί, κυρίως με ελληνικές πινακίδες).

Το σέρβις από αργό, είχε μετατραπεί σε σλόου μόσιον... Χρειάστηκε μιάμιση ώρα για να πλησιάσει κάποιος στις ξαπλώστρες μας και να παραγγείλουμε. Οι καφέδες, πάντως, ήταν καλής ποιότητας και, παρά το ότι στις ξύλινες ομπρέλες υπήρχε προειδοποίηση για υποχρεωτική κατανάλωση 10 ευρώ ανά άτομο, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, αφού φροντίσαμε η κατανάλωσή μας να είναι μικρότερη και δεν χρεωθήκαμε τη διαφορά. 

Αυτό, όμως, που ήταν απογοητευτικό, ήταν το περιβάλλον. Δίπλα στον αιγιαλό χτίζεται ένα τεράστιο μπιτς μπαρ, υπάρχουν ευμεγέθη ηχεία και η περίφημη μυστική ακτή, στην οποία πηγαίναμε με τις ομπρελίτσες μας και τις καρεκλίτσες μας, το τάβλι και κανένα mp3 player στα αυτιά ανήκει οριστικά στο παρελθόν.... Την ησυχία του τοπίου έχουν αντικαταστήσει παιδικές φωνές και οι χτύποι της κίτρινης μαλλιαρής μπάλας στις ξύλινες ρακέτες.

Μαζί με το Λαγονήσι, πέθανε μια ολόκληρη εποχή: Η εποχή της επιλογής της θερινής διασκέδασης στη Χαλκιδική. Οι ακτές της, πλέον, είναι απελπιστικά ίδιες. Και το κυνήγι του χρήματος από τον τουρίστα, αυτοσκοπός...
Δ.Ι.Ασ.