Προετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις εισαγωγής στο Λύκειο. Κι έριχνα και καμία ματιά στους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αργεντινής, που, λόγω διαφοράς ώρας, η μετάδοση ήταν γύρω στις 10 κάθε βράδυ... Εκείνο το βράδυ, είχε πέσει... απαγορευτικό.


-Πέσε να κοιμηθείς, να 'χουμε χορτάσει ύπνο, μου ΄χε πει η μάνα μου.

Κι αυτό, επειδή κάθε βράδυ, γύρω στη 1 με 2 τα ξημερώματα, η γη σείονταν... Κάθε βράδυ. Περίπου την ίδια ώρα. Σα ξυπνητήρι...

Με την ελπίδα να μην μοιάζει εκείνη η νύχτα με όλες τις άλλες του καλοκαιριού του 1978, έπεσα να κοιμηθώ....

Κοιμόμασταν όλοι στο σαλόνι. Ήταν πιο κοντά στην εξώπορτα. Εγώ, η μητέρα μου κι ο αδελφός μου -μωρό τεσσάρων χρονών... Ο πατέρας μου ήταν στη δουλειά...

Δεν μας είχε πάρει ακόμη καλά - καλά ο ύπνος, όταν η γη άρχισε να χορεύει. Το σπίτι πηγαινοερχόταν πάνω κάτω, πέρα δώθε... Ο τοίχος σχίστηκε ακριβώς κάτω από το τσιμεντένιο δοκάρι, εκεί που άρχιζε η σειρά των τούβλων... Στο μέσα δωμάτιο κάποια αντικείμενα έπεσαν κάτω, αλλά ποιος νοιάζονταν...

-Πάρε τον αδελφό σου κι έρχομαι, είπε η μάνα μου... Ήθελε, όλο κι όλο, να σηκώσει από το πάτωμα έναν σάκο που είχε πάντα έτοιμο, το τελευταίο χρονικό διάστημα, Είχε μέσα ρούχα, έναν φακό, κουβέρτα, κάλτσες, παπούτσια, για όλους...

Ποιος την άκουγε, όμως; Με τον μικρό αγκαλιά, βγήκα από την πόρτα. Το να βρω, βέβαια, το χερούλι, ήταν μια μικρή περιπέτεια. Χόρευε μπροστά μου κι αυτό, όπως το άλλο σπίτι. Πότε δεξιά, πότε αριστερά... Φοβήθηκα, για μια στιγμή, ότι θα σφηνώσει η πόρτα και θα μείνουμε μέσα, προσπαθώντας να θυμηθώ πού είχε κρύψει ο πατέρας μου ένα μικρό τσεκούρι. Κάπου στο χολ...

Μέσα σε σκέψεις, φόβο και με τον Χάρη αγκαλιά, πέτυχα το χερούλι κι άνοιξα την πόρτα. Άρχισα να κατεβαίνω, 15 χρονώ παιδί, με τον τετράχρονο αδελφό μου αγκαλιά, τα σκαλοπάτια από τον τρίτο όροφο ως το ισόγειο. Φωνές, κραυγές παντού. Φόβος... Είχα φθάσει στον πρώτο, όταν η πόρτα του διαμερίσματος εκεί άνοιξε. Η ηλικιωμένη γειτόνισσα με είδε και μου είπε:

- Μη φοβάσαι, Δημήτρη... Σιγά - σιγά... Σταμάτησε τώρα.

Προφανώς η δόνηση είχε σταματήσει. Όμως ακόμη κι όταν έφθασα κάτω, με τον αδελφό μου αγκαλιά και τη μάνα μου μερικά μέτρα πιο πίσω, με τον σάκο των... εφοδίων, είχα την εντύπωση ότι η γη σείονταν... Ήταν τα πόδια μου, που έτρεμαν με έναν τρόπο τον οποίο δεν έχω ξαναδεί από τότε...

Ήμασταν, πλέον, όλη η γειτονιά στο δρόμο... Ο φόβος δεν είχε φύγει...

- Πρέπει να σκοτώθηκαν άνθρωποι...

- Πώς άντεξαν τα σπίτια; Θαύμα!

- Την αδελφή μου, να βρω την αδελφή μου...

- Ο γιος μου, είχε βγει με φίλους. Ήταν κοντά στη θάλασσα...

Καθένας τραβούσε το δικό του ζόρι... Άνθρωποι με πιτζάμες, με εσώρουχα, άλλοι γυμνοί, με ένα σεντόνι, όπως ο καθηγητής του Γκέτε από απέναντι, ακόμη κι ο εφημέριος του Αγίου Σπυρίδωνα, με τα εσώρουχα πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα παιδιά του...

Και μέσα σ' αυτόν τον... χαμό, εμείς οι τρεις, ντυμένοι στην... τρίχα, με ζακέτες, παντελόνια, κάλτσες και παπούτσια, έχοντας εκμεταλλευτεί στο έπακρον την προνοητικότητα της μάνας μου, που είχε γεμίσει με εφόδια τον σάκο... Το μόνο που είχαμε ξεχάσει φεύγοντας, ήταν τα... κλειδιά του σπιτιού. Είχαμε τραβήξει την πόρτα πίσω μας, αλλά πού μυαλό να πάρεις τα κλειδιά μαζί... Και πάλι καλά...

Αρχικά βρήκαμε καταφύγιο "στο βουνό". Η Τριανδρία, τότε, ήταν στις παρυφές του δάσους του Σέιχ Σου. Κατασκηνώσαμε, στην κυριολεξία, πάνω από το γήπεδο του Αχιλλέα Τριανδρίας, εκεί που τώρα υπάρχουν.... οι πολυκατοικίες του Κρυονερίου. Οι περισσότερες από αυτές ξεφύτρωσαν μετά το σεισμό...

Την επομένη περπάτησα ως το Λύκειο της Τούμπας. Εκεί όπου θα έδινα εξετάσεις, για να σιγουρευτώ πως οι εξετάσεις δε θα γινόταν... Έτσι ήταν τα πράγματα τότε. Ούτε κινητά ούτε τάμπλετ, ούτε συνεχείς ανακοινώσεις από τα δεκάδες κανάλια: Ακούγαμε κρατικό ραδιόφωνο (αυτό υπήρχε μόνο)... Κάποιοι, μετά από μέρες, ξεθάρρεψαν και κατέβασαν και τηλεοράσεις. Για να βλέπουμε τις ειδήσεις στην ΕΙΡΤ και την ΥΕΝΕΔ... Με τον Τέρενς Κουίκ, τον Δημήτρη Χατζηπαρασκευά και τον Βαγγέλη Παντελίδη... Έφθασα στο σχολείο μου περπατώντας στη μέση του δρόμου, από φόβο μήπως κανείς μετασεισμός ξεκολλούσε κανα' μάρμαρο και μου το ΄φερνε στο... Δόξα Πατρί.... Η απόλυτη ερημιά...

Δυο μέρες μετά, "μετακομίσαμε" στην αυλή της θείας μου, στον Εύοσμο. Στήσαμε εκεί το τσαντίρι μας και περιμέναμε... Εκεί είδαμε και τον τελικό του Μουντιάλ, μεταξύ Αργεντινής και Ολλανδίας, εγώ μόνο με τους Ολλανδούς του Κρόιφ κι οι άλλοι με την Αργεντινή του Κέμπες και του Αρντίλες. Χάρηκαν εκείνοι, είδα την αδικία εγώ, που σήκωσε το κύπελλο μια ομάδα για να μην δυσαρεστηθεί ένας τύραννος, το ΄λεγα από δω κι από ΄κει, αλλά με έβλεπαν σαν... απολιθωμένο εύρημα της εποχής των Παγετώνων....

Κι ύστερα, πήγαμε στο Βαθύλακο, το χωριό των γονιών του πατέρα μου. Έως ότου γίνουν οι εργασίες στο σπίτι, που είχε χαρακτηριστεί μεν "πράσινο", αλλά οι ρωγμές έκαναν τους τοίχους να μοιάζουν με τρίλιζες...

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από τη Θεσσαλονίκη των σεισμών ήταν, τη μέρα που φεύγαμε (κι αφού είχαμε επισκεφθεί το σπίτι στην Τριανδρία και με φόβο ψυχής ανεβήκαμε τρία πατώματα, για να μαζέψουν οι άλλοι ρούχα κι εγώ τα... βιβλία μου, για να διαβάσω και να γράψω για το Λύκειο το Σεπτέμβριο, όταν θα δίναμε, κατ' εξαίρεση, εξετάσεις), ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής... Το αστικό λεωφορείο, εκείνο το παλιό μπλε-άσπρο, με τον εισπράκτορα στην πίσω πόρτα, να κόβει εισιτήρια, να απαγγέλλει τις στάσεις και να χτυπά το κουδούνι, μια φορά για στάση και δύο συνεχόμενες για να φύγει ο οδηγός, διέσχιζε την ερημωμένη Εγνατία. Κοντά στο ύψος της Βενιζέλου, κάπου προς το παλιό Δημαρχείο, τον είδα. Εκείνος μ' έναν κύριο στο δρόμο, περπατούσαν και μιλούσαν. Πιο πίσω, δυο - τρεις αστυνομικοί (ο ένας υψηλόβαθμος) κι άλλοι δύο κύριοι...

Μετά από δεκαετίες, σε μία εκπομπή που έκανα στην TV100, με καλεσμένο τον δημοσιογράφο Νίκο Βουργουτζή, έμαθα ότι ο κύριος δίπλα στον Καραμανλή ήταν ο τότε πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Και οι δύο κύριοι πιο μακριά, ο Νίκος Βουργουτζής κι ο Γιώργος Σαλονικίδης, ο ένας από τη Μακεδονία κι ο άλλος από τον Ελληνικό Βορρά, που κάλυπταν το ρεπορτάζ...

Η κουβέντα ήταν για το πώς να κρατηθεί η Θεσσαλονίκη ζωντανή... Προβληματίζονταν ο Εθνάρχης για το τι θα κάνει ο κόσμος και πώς θα μείνει στην πόλη του... Τελικά κατάφερε και μας κράτησε. Γυρίσαμε όλοι τον Σεπτέμβριο. Εγώ για να δώσω εξετάσεις και να περάσω στο Λύκειο, οι καταστηματάρχες στα καταστήματά τους, οι καθηγητές στις έδρες τους, οι υπάλληλοι στις υπηρεσίες τους, οι εργάτες στα εργοστάσια (υπήρχαν τότε)... Είχε εκπονηθεί ένα καλά μελετημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα που έδωσε δουλειές. Υπήρχε πρόγραμμα, όπως αποδείχτηκε πολλά χρόνια αργότερα.

Εξάλλου, είμαστε συνηθισμένοι στα δύσκολα. Γεννημένοι να πολεμάμε. Όπως και σήμερα. Όχι με τον Εγκέλαδο. Έχουμε... άλλους εχθρούς. Αλλά δε βαριέσαι.... Κι όπως γράφανε τα παλιά κεντητά, που είχαμε στους τοίχους ως τον σεισμό της Θεσσαλονίκης "Κι Αυτό Θα Περάσει..."
Δ. Ι. Ασπροπούλης

Η φωτογραφία είναι του Μιχάλη Παππού, από το λογαριασμό του στο Facebook. O Μιχάλης Παππούς, μαζί με τον Κώστα Ευαγγελίδη, τον Γιάννη Κυριακίδη, τον Κώστα Κούρο, αλλά κι άλλους φωτορεπόρτερ της Θεσσαλονίκης είχαν αποτυπώσει, σε άσπρο μαύρο τις γκρίζες μέρες του 1978....