Τη συνύπαρξη αναιμίας με διαβήτη μελέτησαν οι επιστήμονες προκειμένου να διαπιστωθεί η επικινδυνότητά της και οι αιτίες εμφάνισης της.


Μελέτη Αυστραλών επιστημόνων διαπίστωσε ότι η μείωση της αιμοσφαιρίνης στο αίμα των ασθενών εγκαθιστούσε την αναιμία με αποτέλεσμα να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο διαβητικό. Η έρευνα διήρκεσε 5 συνεχή έτη κατά την οποία, οι επιστήμονες ανέλυσαν δεδομένα από 500 διαβητικά άτομα.

Παρατήρησαν ότι η αναιμία εμφανίζεται σιγά – σιγά στο διαβητικό ασθενή και όσο πιο μεγάλος είναι στην ηλικία, τόσο μεγαλύτερη είναι η βλάβη που παθαίνουν οι νεφροί του οπότε, μεγαλώνει αυτόματα και ο κίνδυνος εμφάνισης αναιμίας.

Σύμφωνα με την μελέτη, στην αρχή 12% των ασθενών παρουσίαζαν αναιμία, όμως στη διάρκεια της παρακολούθησης εκδήλωσε αναιμία ακόμα ένα 13% των συμμετεχόντων.

Όπως διαπίστωσαν οι ειδικοί τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης, έπεφταν στους αναιμικούς κατά 0,07gr/100 ml κάθε χρόνο, κατά συνέπεια η αναιμία ξεκινούσε νωρίς και ήταν μια διαδικασία που διαρκούσε χρόνια. Συμπέραναν λοιπόν ότι στη συγκεκριμένη μελέτη, στους ασθενείς που παρακολουθούσαν η διαδικασία αυτή είχε αρχίσει τουλάχιστον από 10 χρόνια πριν την έναρξη της έρευνας, πιθανότατα ταυτόχρονα με την έναρξη της μικροαγγειοπάθειας.

Η μικροαγγειοπάθεια του διαβήτη προκαλεί νεφρική ανεπάρκεια και στη συνέχεια αναιμία. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν ήταν γνωστή η φυσική εξέλιξη της αναιμίας στο Διαβήτη Τύπου 2, όπως επίσης και οι παράγοντες που καθορίζουν την πρόγνωση της.

Στη μελέτη είδαν ότι η μείωση της αιμοσφαιρίνης και η αρχή της αναιμίας, εξελισσόταν παράλληλα με τη μείωση της νεφρικής λειτουργίας. Μάλιστα, στους ασθενείς με βλάβες στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία δηλαδή σε όσους είχαν διαβητική μακροαγγειοπάθεια και προοδευτική βλάβη στους νεφρούς, η μείωση της αιμοσφαιρίνης και εμφάνιση της αναιμίας γινόταν με γοργούς ρυθμούς.

Οι επιστήμονες θεωρούν ότι οι διαβητικοί ασθενείς και οι γιατροί τους πρέπει να παρακολουθούν και να προλαμβάνουν την εμφάνιση της αναιμίας, γιατί έτσι θα γίνεται ευκολότερη και καλύτερη η ζωή των ασθενών.