Στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων μίλησε σήμερα ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Γιαννάκης Ομήρου. 


Είναι η πρώτη φορά που Πρόεδρος του Κυπριακού Κοινοβουλίου απευθύνεται στην Ελληνική Εθνική Αντιπροσωπεία από το βήμα της Βουλής.

Στη βαρυσήμαντη ομιλία του, ο κ. Ομήρου εξέφρασε «ευγνώμονες ευχαριστίες» προς τον Πρόεδρο και το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων για την απόφαση που έλαβαν από κοινού με την κυπριακή πλευρά «να τερματιστεί μια ιστορική εκκρεμότητα που έχει σχέση με την προδοσία της Κύπρου». Δηλαδή «να υπάρξει πλήρης πρόσβαση στο υλικό που συνέλεξε η Εξεταστική των Πραγμάτων Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για το Φάκελο της Κύπρου, για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν και διαδραματίστηκαν πριν και κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή που ακολούθησε».

Τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου, κ. Γιαννάκη Ομήρου, προσφώνησε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νικόλαος Βούτσης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τόνισε:

«Σαράντα δύο χρόνια μετά από το χουντικό πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία -και μεσούσης της περιόδου αυτών των συζητήσεων- να ακούσουμε διά ζώσης τον Πρόεδρο της Κυπριακής Βουλής και να εκφράσουμε την αλληλέγγυα στάση μας απ’ όλες τις πτέρυγες της Βουλής των Ελλήνων».    

Αμέσως μετά, ο κ. Ομήρου από το βήμα της Βουλής τόνισε:

«Έχουμε καθήκον να αναλύσουμε και να αξιοποιήσουμε τα νέα δεδομένα, τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, τις νέες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές συνθήκες και να διαμορφώσουμε συμμαχίες και συνεργασίες που θα εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα. Ύψιστη προτεραιότητα και κορυφαίο μας καθήκον εξακολουθεί να είναι ο τερματισμός της συνεχιζόμενης τουρκικής στρατιωτικής κατοχής και η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών του λαού μας».

Και πρόσθεσε: «Η Κύπρος δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνει η μόνη μοιρασμένη χώρα στην Ευρώπη, όταν η ίδια η Ευρώπη προχωρεί προς την ενοποίηση της. Δεν μπορεί η Ευρώπη να ανέχεται στο κατώφλι της την παρουσία ενός στρατού κατοχής, σε μια χώρα μέλος της Ε.Ε.».



Μιλώντας, πάντως, για τη λύση του προβλήματος, υπογράμμισε ότι ο ελληνισμός δεν επιθυμεί οποιαδήποτε λύση, αλλά λύση τερματισμού της κατοχής, απομάκρυνσης των εποίκων, κατάργησης των αναχρονιστικών εγγυήσεων του 1960, αδιαπραγμάτευτη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών όλων των νομίμων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενότητα λαού, κράτους, θεσμών και οικονομίας. Εφαρμογή χωρίς μόνιμες παρεκκλίσεις του ευρωπαϊκού κεκτημένου. «Μια λύση που δεν θα διασφαλίζει τις ελευθερίες εγκατάστασης, διακίνησης, άσκησης επαγγέλματος και το δικαίωμα περιουσίας, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή. Λύση που θα φαλκιδεύει δικαιώματα και ελευθερίες και θα καθιστά τους Κύπριους πολίτες, Ευρωπαίους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δεν πρόκειται να εγκριθεί από τον Κυπριακό Ελληνισμό».

Όσον αφορά την Τουρκία τόνισε ότι θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει την αδιάλλακτη πολιτική της ή αν επιτέλους θα συμφιλιωθεί με την ιδέα μιας λύσης στο Κυπριακό που θα αποκαθιστά συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ζήτησε από τη Διεθνή και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, να ασκήσουν πιέσεις προς την Τουρκία για εγκατάλειψη της διαχρονικά αδιάλλακτης στάσης της.  

«Θα πρέπει ακόμα η Ε.Ε. να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στο πρόβλημα της στρατιωτικής κατοχής μιας χώρας - μέλους της από μια άλλη χώρα που ζητά να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η ενεργός επικουρική συνδρομή της Ε.Ε. στις προσπάθειες για λύση είναι θεμελιακή της υποχρέωση. Για να είναι η λύση όχι απλώς λειτουργική και βιώσιμη, αλλά και πλήρως συμβατή με τις αρχές και τις αξίες που ισχύουν στην Ευρώπη. Αναφερόμενος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να στηλιτεύσω την επιμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για άνοιγμα πέντε εκ των έξι ενταξιακών κεφαλαίων, που έχει παγώσει μονομερώς η Κυπριακή Δημοκρατία, αγνοώντας τις αντιδράσεις και προειδοποιήσεις της Κύπρου για μη αλλαγή της θέσης της αυτής, ενόσω δεν εκλείπουν οι λόγοι που οδήγησαν στην υιοθέτηση της. Πρόκειται για επιβράβευση και περαιτέρω ενθάρρυνση της τουρκικής αλαζονείας», υπογράμμισε.