Θυμάμαι ακόμη τα λόγια του. Ήμουν σπουδαστής σε Εργαστήρι Ελευθέρων Σπουδών (στον τομέα της Δημοσιογραφίας – τότε δεν υπήρχε σχολή σε πανεπιστήμιο) όταν ο Γιάννης Αρβανιτίδης με κοίταξε με βλέμμα πατρικό και μου το είπε:

“Για αυτοκτονίες, δε γράφουμε”…

Μας είχε ζητήσει, ως άσκηση, να φέρουμε ένα μονόστηλο. Μόνον που δεν έπρεπε να ΄χει γραφτεί πουθενά αλλού. Μια είδηση από το περιβάλλον μας. Κι αυτή η αυτοκτονία, μιας γυναίκας, είχε γίνει στη γειτονιά μου. Μου είχε κάνει εντύπωση που δεν είδα να δημοσιεύεται κάτι τέτοιο στις τρεις (τότε) τοπικές εφημερίδες: Τον Ελληνικό Βορρά, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Έγραψα το μονοστηλάκι μου και το βράδυ πήγα στις εγκαταστάσεις του Εργαστηρίου (το North College ήταν και τότε στεγάζονταν στο 8ώροφο κτίριο της οδού Μητροπόλεως 1).

Τότε έμαθα πως υπάρχουν δυο λόγοι που δεν αναφερόμαστε σε αυτοκτονίες: Πρώτα επειδή είναι μια πράξη απόγνωσης ενός ανθρώπου, μια τραγωδία που τη ζει εντός του, για την οποία θα μπορούσε να βρει διέξοδο έξω. Δεύτερον επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να ωθήσουμε κι άλλους σε κάτι τέτοιο –ειδικά όταν περιγράφαμε τον τρόπο…

Τι θα πρόσφερε η δημοσιοποίηση μιας τέτοιας ενέργειας; Ακόμη κι αν αφορούσε κάποιο πρόσωπο γνωστό; Να ικανοποιήσουμε την ανάγκη ότι “υπάρχουν και χειρότερα από τα δικά μας”; Τι άλλο, δηλαδή, θα προσέφερε στον σκληρό δίσκο πληροφοριών που έχουμε ανάγκη να διαθέτουμε ο καθένας μας; Πώς θα διαμόρφωνε τη δική μας ζωή, πέρα από το να μας δώσει την ψευδαίσθηση πως “παντού, όλοι τα ίδια τραβάνε”;

Πριν μερικούς μήνες, για καθαρά πολιτικούς λόγους, κάποιοι έκαναν σημαία τις αυτοκτονίες. Παρά το ότι σχεδόν ποτέ δεν γίνονταν γνωστοί οι λόγοι, ακόμη κι όταν το περιβάλλον αυτών των ανθρώπων επέμενε για “ψυχολογικά προβλήματα”, όλα τα θύματα του “απονενοημένου” τσουβαλιάζονταν σε έναν απώτερο σκοπό.

Σήμερα, ο σκοπός αυτός δεν υπάρχει. Έτσι, επανήλθε η παλιά, παραδοσιακή αξία: Να πιστεύουμε πως “όλοι τα ίδια είμαστε”, “όλοι τα ίδια προβλήματα έχουμε”, “επώνυμοι κι ανώνυμοι”…

Γιατί τα λέω όλα αυτά σήμερα; Έλα, ντε…

Δ.Ι.Ασ.