Το διαδίκτυο, ήδη, κατακλύζεται από “ρεπορτάζ” για την εκδήλωση της Θεσσαλονίκης: Το φόρο τιμής προς τα θύματα και τους ήρωες του Ολοκαυτώματος.

 

Θα δείτε δεκάδες φωτογραφίες, επισήμων που καταθέτουν στεφάνια, στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος, στην πλατεία Ελευθερίας –εκεί που οι Γερμανοί κατακτητές συγκέντρωσαν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, για να αρχίσει το ταξίδι του θανάτου προς το Άουσβιτς και το Μπιρκενάου… Θα διαβάσετε τους λόγους των επισήμων, τις παραινέσεις τους: “Ποτέ πια…”

Διαλέξαμε έναν άλλον τρόπο, να πούμε αυτό το “Ποτέ πια”… Το salonicanews.com ζήτησε από έναν Εβραίο της Θεσσαλονίκης, τον Τζάκο (Ιακώβ) Αλγκάβα, υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο, έναν νέο άνθρωπο, που δε γνώρισε πόλεμο και πείνα, να θυμηθεί τον πατέρα του, Μορδοχάι. Επειδή ο Μορδοχάι Αλγκάβα, ούτε βιβλία έγραψε, ούτε καν μέρος της περιουσίας του κατάφερε να πάρει πίσω, όταν επέστρεψε, 24 κιλά όλος κι όλος, ένας ανθρώπινος σκελετός, από το Μπιρκενάου. Έζησε και πέθανε Θεσσαλονικιός, σε μια γειτονιά της Κάτω Τούμπας, παλεύοντας για το μεροκάματο.

Διαβάστε το κείμενο του Ιακώβ. Αξίζει τον κόπο:

Θεσσαλονίκη 1 Φεβρουαρίου 2015

…εκείνο το Πάσχα 19 Απριλίου του 1981, το θυμάμαι σαν τώρα( 15 του μήνα Νισάν -πρώτη ημέρα του εβραϊκού Πάσχα), θυμάμαι τα πάντα…

Πρέπει να σας “βάλω στο κλίμα”: Το εβραϊκό Πάσχα ξεκινά με το Σέντερ που θα πει όλα «εντάξει»…. Μια τελετή, γιορταστική κι επίσημη, που γίνεται στο σπίτι τις δυο πρώτες βραδιές του Πέσαχ. Όλη η οικογένεια μαζεύεται γύρω από το τραπέζι, όπου είναι στρωμένα τα λαμπρότερα κρύσταλλα και ασημικά και τα πιο γλυκόπιοτα κρασιά Κασσέρ, για να μνημονεύσει την Έξοδο του Ιουδαϊκού λαού από την Αίγυπτο.

Μνημονεύουμε πρώτα τους προπάτορες μας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.  Ενωνόμαστε νοερά με τους προγόνους μας καθώς οδηγούνται στην Εξορία και υποφέρουν ανελέητους διωγμούς και τυραννία, αλλά και όταν φεύγουν από την Αίγυπτο, μετά τις Δέκα Πληγές του Φαραώ και διαβαίνουν την Ερυθρά Θάλασσα…

Καθώς πίνουμε τα τέσσερα ποτήρια κρασί, τρώμε την Ματσά (άζυμα) και τα πικρόχορτα αναβιώνουν μπρος στα μάτια μας τα θαύματα εκείνου του καιρού.

Στο τραπέζι υπάρχουν τρεις Ματσότ(αζυμα), η μια πάνω από την άλλη, σκεπασμένες με ύφασμα, για να συμβολίζουν τις τρεις κατηγορίες του Εβραϊκού λαού: τους Κοανίμ, τους Λευίτες και τους Ισραηλίτες. Στο δίσκο βάζουμε ένα ψημένο κομμάτι από το μπούτι ενός αρνιού, σύμβολο της θυσίας του Πασχαλινού αρνιού στο Ιερό Ναό της Ιερουσαλήμ, την παραμονή του Πέσαχ, ένα καλά βρασμένο σφιχτό αυγό, σύμβολο γιορταστικής θυσίας, πικρόχορτα για να μας θυμίζουν την πικρή σκλαβιά των Εβραίων στην Αίγυπτο, μείγμα από ψιλοκομμένα μήλα, αχλάδια, καρύδια, χουρμάδες και ελάχιστο κρασί (κατά προτίμηση κόκκινο), που μοιάζει με λάσπη, όπως αυτή που οι σκλαβωμένοι Εβραίοι έφτιαχναν τούβλα στην Αίγυπτο. Με αυτά φτιάχνουμε «σάντουιτς» που θα φάμε κατά την διάρκεια του Σέντερ(της τάξης)…..

Όμως εκείνη την ημέρα στο τραπέζι μας δεν υπήρχαν αυτά. Και είναι αλήθεια πως δεν έβλεπα ετοιμασίες για το τραπέζι του Πεσσάχ τις προηγούμενες ημέρες -νεαρός τότε που το μυαλό ήταν πως θα περάσω στο πανεπιστήμιο, στο παιχνίδι , αλλά και στην σχολική ομάδα μπάσκετ του λυκείου, της οποίας ήμουν μέλος. Ήμουν από αλλού σ’ αλλού… Έλεγα “θα κάνουμε Σεντερ στο νονό μου η στο κοινοτικό κέντρο μαζί με πολλούς ομόθρησκους”…

evraioi_plateia_eleftherias_gymnastiki_01

Όμως δεν συνέβη αυτό. Ο πατέρας μου ζήτησε, μετά τη Συναγωγή, να γυρίσουμε με τα πόδια σπίτι γιατί ήθελε κάτι να μου πει. Όμως σε όλη την διαδρομή δεν είπε τίποτε και δυσκολευόταν στον δρόμο να περπατήσει, καθώς ήταν ασθματικός (κατάλοιπο των στρατοπέδων συγκέντρωσης).

Ο Σολομών, ο μεγάλος μου αδελφός, έλειπε πολύ καιρό από το σπίτι , το ίδιο και ο Ιωσήφ ο άλλος μου αδελφός που ήταν, νομίζω, τότε στην Περσία, σε εμπορικό πλοίο…

Φτάσαμε κάποια στιγμή στο σπίτι κι όταν μπήκαμε μέσα, είδα πως το τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα «ταλιτ», ένα παλιό τσακισμένο κηροπήγιο, τρία άθλια αζύμωτα σχεδόν πιττάκια, μια μεζουζα επάνω στο τραπέζι, ένα βιβλίο εξιστόρησης της εξόδου από την Αίγυπτο και τίποτε άλλο…. Η μάνα μου είχε τοποθετήσει τρεις φτωχικές, ψάθινες καρέκλες καφενείου, που τις είχε δανειστεί από την ταβέρνα του Μπαρμπή(στην οδό Υμηττού με Ιωαννίνων -οι Τουμπιώτες την θυμούνται). Τίποτε από όσα προϋποθέτει το βράδυ εκείνο, το γιορταστικό, όπως σας περιέγραψα στην αρχή αυτής της διήγησης…..

“Κάθισε”, πρόσταξε -και μαζί μου κάθισε και η μάνα… Και συνέχισε: “Από μικρό παιδί ρωτάς ‘τι έγινε τότε’. Ρωτάς κι εσύ και τα αδέλφια σου -που δεν είναι εδώ από επιλογή… Θα στο πω απλά, όσο απλά μπορώ να περιγράψω έναν φόνο που διήρκησε χρόνια… Μια πράξει απάνθρωπη, εξευτελισμού της αξιοπρέπειας και της ζωής, πράξη συνεχόμενη, που το τέλος ήταν πάντα το ίδιο”!

Ο θάνατος….

«Το ΠΕΣΣΑΧ στα στρατόπεδα είχε αυτά που βλέπεις στο τραπέζι μας σήμερα… Έκανε κρύο, ήμασταν γεμάτοι ψείρες και ξυνόμασταν συνέχεια… Η κοιλία μας γουργούριζε. Ήμασταν όμως όλοι μαζί σαν οικογένεια και διαβάζαμε μέσα από το λιγοστό φως την ιστορία της εξόδου… Όμως πως έφτασα εκεί παιδί μου;», ρώτησε τον εαυτό του και συνέχισε, απαντώντας μόνος του, στην ίδια του την ερώτηση:

bigkenaou_01

«Το Μπιρκενάου από την Θεσσαλονίκη με το τρένο ήταν τέσσερις ημέρες μακριά»…

Δεν θυμάμαι με ποια αποστολή κρατουμένων έφτασε εκεί. Μου είχε πει άλλα δεν μπορώ να θυμηθώ, καθώς για πρώτη φορά τον είδα πρώτα βουρκωμένο και μετά δακρυσμένο.

Μου είχε πει πως συνελήφθη μαζί την αδελφή του Ματθίλδη. Όταν τους επιβίβασαν στα τρένα, δεν ήταν μαζί αλλά χώρια. Και τότε κατάλαβε πως έπρεπε να το σκάσει…

Κι έτσι έκανε: Από μία τρύπα στο βαγόνι βγήκε στο πλάι και σε μια ανηφοριά, που το τρένο του θανάτου έκοβε ταχύτητα, πήδηξε και άρχισε να τρέχει…

Έτρεχε την νύχτα και κρυβόταν την ημέρα. Για ένδεκα ημέρες έτρεχε, για ένδεκα νύχτες κρυβόταν. Έτρωγε, όπως μου εξιστορούσε με λυγμούς, « μόνο βατράχια και τσουκνίδες….17 χρονών παιδί ήμουν»….

Έφτασε στην Θεσσαλονίκη… Τον έπιασαν, όμως, ξανά και οδηγήθηκε πάλι στα τρένα. Αυτήν τη φορά, το βαγόνι δεν είχε κάποια τρύπα κι έφτασε, αιχμάλωτος ετών 17, στο Μπιρκενάου…

Μετά από μέρες συναντήθηκε με μερικούς Έλληνες-Εβραίους. Μοιραζόταν το ψωμί του με τον Μπούμπη. Πότε έπαιρνε ο ένας, πότε ο άλλος και αλληλοστηρίζονταν. «Κλέβαμε το ψωμί από τους Πωλονοεβραιους και το μοιραζόμασταν», μου είπε -κι έκλαιγε όταν το έλεγε…

Του είπα: «Στάσου, γιατί τα λες τώρα; Γιατί τόσα χρόνια σιωπούσες»;

Απάντησε: «Γιατί έπρεπε να είστε σε ηλικία που θα καταλαβαίνατε… Μεγαλώσατε πια και δικαιούστε να μάθετε …. Να μάθετε πως τα μόνα όνειρα που έβλεπα και συνεχίζω να βλέπω, είναι μόνο γερμανικές μπότες… Δεν μπορώ να θυμηθώ τα πρόσωπα του πάππου σου και της γιαγιάς σου, των αδελφών μου και τις αδελφές μου. Είναι τόσο ζωηρά στη μνήμη μου τα κτυπήματα από τις μπότες των Γερμανών, που δεν μπορώ να θυμηθώ τα πρόσωπα των δικών μου ανθρώπων, ούτε των βασανιστών μου. Μόνο τις μπότες -και το άσθμα που μου άφησε η εργασία και η υγρασία στα κάτεργα»…

Και συνέχισε: «Όταν απελευθερωθήκαμε, ήμουν 24 κιλά… Σκελετός με δέρμα… Έζησα όμως -και θα συνέχιζα να ζω ακόμη και αν έμενα δέκα κιλά. Ήθελα να μάθω το τέλος: Εμείς, ή αυτοί; Τελικά εμείς… Μετά την απελευθέρωσή μας, έτρωγα για να πάρω κιλά μόνο σούπα –κρεατόσουπα- για 60 ημέρες, σε κάποιο στρατιωτικό νοσοκομείο στην νότια Γερμανία. Επαναπατρίστηκα, γύρισα… Κανείς από τους δικούς μου δεν επέστρεψε.

Στο σπίτι μας στην οδό Αγ. Δημητρίου δίπλα από την Αίγλη ζούσε μια οικογένεια Χριστιανών. Δεν μπορούσα να διεκδικήσω τίποτε. Οι Γερμανοί, με κάποιους δοσίλογους, είχαν κάψει το υποθηκοφυλακείο. Είχαν κάψει μόνον το εβραϊκό τμήμα. Δε θέλησα να πάω στην Παλαιστίνη όπως έκαμαν πολλοί, γιατί αισθανόμουν Έλληνας και τον μόνο εθνικό ύμνο που γνώριζα ήταν ο ελληνικός»….

Όταν τα άκουσα αυτά θυμάμαι πως για μέρες δεν με έπιανε ύπνος. Μίλησα με τον αγαπημένο μου καθηγητή γι αυτό. Με τον γυμναστή μου Αλέξανδρο Μήττα( καλή του ώρα όπου και αν είναι, ξέρω ότι ζει και ξέρει πόσο τον μνημονεύω):

-Κύριε Αλέκο, πως θα συνέλθω;

Μου είπε να μη συνέλθω, αλλά να μη ξεχάσω…

Ο πατέρας μου, αλλά και εγώ, προσπαθήσαμε να βρούμε επιζώντες. Πάντα είχαμε ελπίδα ως κάποιος από την οικογένειά του σώθηκε. Δυστυχώς δεν βρέθηκε κανείς…

auschwitz-thumb-large

Το 2010, όταν θέλησα να επισκεφτούμε με τον γιο μου το « Γιαντ Βασέμ», το μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ, δεν του επιτράπηκε η είσοδος. Επέτρεπαν την είσοδο σε όσους είχαν συμπληρωμένο το 16ο έτος, καθώς τα εκθέματα ήταν πολύ σκληρά…. Κι αυτά, σε ένα κράτος που γνωρίζει τι θα πει πόλεμος και απώλειες ανθρώπων.

Εγώ είχα επισκεφτεί το μουσείο πολλές φορές, ήθελα να το γνωρίσει και ο Ντορόν ο γιός μου, όμως δεν του επετράπη. Τότε μόνο συνειδητοποίησα πόσο σκληρά ήταν όσα είδε και έζησε ο πατέρας μου και δεν μας μιλούσε.

Επίσης σιχαινόταν, όπως μου είπε εκείνη την ημέρα, μερικούς διασωθέντες της πόλης μας, που έγιναν διάσημοι γράφοντας και περιγράφοντας το το έγινε εκεί και τότε, επειδή, όπως μου είπε εκείνη την ημέρα την 19 Απριλίου του 1981, ποτέ δεν μάθαμε τον ρόλο τους… Επίσης όλοι αυτοί γύρισαν και βρήκαν τα πάντα, ενώ ο πατέρας μου τίποτε, έλεγε: «Δεν βοήθησαν. Πλούτισαν»…

Ευτυχώς, όμως, υπήρξαν και εκείνοι που γύρισαν και ανέστησαν από τις στάχτες της την Κοινότητα μας. Μνημόνευε πάντα τον Ντικ Μπενβενίστε, τον Λέων Μπενμαγιώρ και τον Νταβίκο Σιών -και άλλους που δεν θυμάμαι…

Αφιερωμένο σε όλους εκείνους που δεν γύρισαν, όμως περισσότερο σε όλους αυτούς τους ήρωες όπως ο πατέρας μου Μορδοχάι Αλγκάβα. Σε εκείνους που δεν καπηλευτήκαν τις ιστορίες αυτών που πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εξαιτίας της διαφορετικότητας…

Τζάκο – Ιακώβ Αλγκάβα