Πελέ, Γκαρίντσα, Βαβα, Φαλκάο, Τοστάο, Ζικο, Σόκρατες, Ρονάλντο, Ντιρσέου, Ριβάλντο, Κακά, Ροναλντίνιο, Λεονίντας, Ιερά τέρατα μιας αλλης εποχής, που στελέχωσαν τις εκάστοτε εθνικές ομάδες της Βραζιλίας.Ιερά τέρατα του παγκοσμίου στερεώματος που έλαμπαν κάποτε, με το εθνόσημο στο στήθος, πράγμα που σήμερα όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά ούτε και ανυπομονεί ο κόσμος να δει αυτή την φουρνιά.
Όσο και αν η Βραζιλία είναι πάντα η Βραζιλία, αυτή η φουρνιά παικτών δεν πρόκειται να ξαναβγεί. Το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία ξεφεύγει από την καθαρή έννοια του σπορ. Είναι κάτι σαν δεύτερη θρησκεία, ένας τρόπος ύπαρξης. Είναι η πιο σημαντική έκφραση της καθημερινής ζωής. Αν αφαιρέσεις το άθλημα αυτό από τους Βραζιλιάνους, θα πεθάνουν» είχε πει κάποτε ο Πελέ.
1885 Το ποδόσφαιρο στην Βραζιλία είναι γεγονός. Μια ινδιάνικη φυλή ονόματι Κουμπενσαράτε, που ζούσε στα βάθη της ζούγκλας, κοντά στο μεγάλο ποτάμι Παρανά, «μύησε» τους Βραζιλιάνους στο άθλημα. Βέβαια το ποδόσφαιρο αυτό δεν ειχε καμμία σχέση με αυτό που παιζόταν στην Βρετανια εως το 1894, όταν ο Τσάρλι Μίλερ γιος Άγγλου εμπόρου στο Σάο Παόυλο, γνώρισε ο πραγματικό φουτμπόλ στην ανεξάρτητη πλέον ( από το 1882) Βραζιλία. Το άθλημα γρήγορα εξαπλώθηκε και αγαπήθηκε από τους ντόπιους οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις παραλίες και δημιούργησαν μια εξαιρετική σχολή βασισμένη στην πολύ καλή τεχνική κατάρτιση. Ο Βραζιλιάνος τεχνικός Αιμόρε Μορέιρα , προπονητής της Βραζιλίας το 1962 ειχε πει: «Οι Βρετανοί και οι Ευρωπαίοι έμαθαν ποδόσφαιρο στο χορτάρι. Εμείς στις αμμουδιές. Γι αυτό είναι εντελώς αδύνατο να συγκρίνει κανείς το Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο με το Ευρωπαϊκό.» Αυτός είναι και ο λόγος που η Βραζιλία θεωρείτο ανέκαθεν το απόλυτο σημείο αναφοράς στην παγκόσμια ποδοσφαιρική σκηνή και η μόνη που μπορεί να εξιτάρει τα πλήθη και να δαμάσει τα ποδοσφαιρικά πάθη. Ακόμη και χωρίς τους ποδοσφαιριστές που αναφέραμε στην εισαγωγή μας, θα εξακολουθεί να είναι η Βραζιλία που αγάπησε ο κόσμος.