Με μια αναδρομή στις καλύτερες ταινίες που προβλήθηκαν τη χρονιά που πέρασε ολοκληρώνεται η κινηματογραφική σεζόν της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης.

Σε δύο αφιερώματα, με τίτλο Best Of Vol #1 (22 - 25/05/2014) και Best Of Vol #2 (29/05 - 01/06/2014) προβάλλονται οκτώ ταινίες που κέρδισαν τον τελευταίο χρόνο τις εντυπώσεις του κοινού. 

Οι ταινίες φέρουν τις υπογραφές σπουδαίων σκηνοθετών όπως οι Φραντσέσκο Ρόζι, Μικελάντζελο Αντονιόνι, Ντένις Χόπερ, Τζίλο Ποντεκόρβο, Τζόελ και Ίθαν Κοέν, Εμίλιο Μαρτίνεθ Λάθαρο, Κένζι Μιζογκούτσι και Αγκουστί Βιγιαρόνγκα.

BEST OF VOL #1 / Πρόγραμμα προβολών

ΠΕΜΠΤΗ 22/5 
19.00 Τα χέρια πάνω στην πόλη
21.30 Οι ξεγραμμένοι

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 23/5  
19.00 Η μάχη του Αλγερίου
21.30 Μόνο αίμα

ΣΑΒΒΑΤΟ 24/5 
19.00 Οι ξεγραμμένοι
21.30 Η μάχη του Αλγερίου

ΚΥΡΙΑΚΗ 25/5
19.30 Μόνο αίμα
21.00 Τα χέρια πάνω στην πόλη

BEST OF VOL #2 / Πρόγραμμα προβολών

ΠΕΜΠΤΗ 29/5 
19.00 Τα 13 τριαντάφυλλα
21.30 Η περιπέτεια

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 30/5  
19.00 Μαύρο ψωμί
21.30 Ουγκέτσου Μονογκατάρι

ΣΑΒΒΑΤΟ 31/5 
19.00 Η περιπέτεια
21.30 Μαύρο ψωμί

ΚΥΡΙΑΚΗ 1/6
19.30 Ουγκέτσου Μονογκατάρι
21.00 Τα 13 τριαντάφυλλα


  • Πώληση εισιτηρίων: Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης (Αποθήκη Α΄, Λιμάνι, τηλ. 2310-508.398, cinematheque@filmfestival.gr) 
  • Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τα μέλη). 
  • Κάρτα μέλους: 1 ευρώ. 


Οι ταινίες αναλυτικά:

Τα χέρια πάνω από την πόλη / Hands Over the City / Le mani sulla città
(Ιταλία – Γαλλία, 1963)
Σκηνοθεσία: Φραντσέσκο Ρόζι / Francesco Rosi. Με τους: Rod Steiger, Salvo Randone, Guido Alberti. Ασπρόμαυρη, 105΄.

Νάπολη, αρχές της δεκαετίας του ‘60. Σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της πόλης καταρρέει  μια παλιά πολυκατοικία, λόγω των εργασιών στο γειτονικό εργοτάξιο, με αποτέλεσμα να υπάρξουν νεκροί και τραυματίες. Υπεύθυνος της καταστροφής θεωρείται ο εργολάβος Εντοάρντο Νοτόλα, δημοτικός σύμβουλος της δεξιάς παράταξης που διοικεί την πόλη. Αρχίζουν οι δικαστικές έρευνες στις οποίες εμπλέκεται άμεσα ο Νοτόλα, για να διαπιστωθούν οι αιτίες και να αποδοθούν οι ευθύνες, όμως τα έγγραφα και οι τυπικές διαδικασίες που τον αφορούν αποδεικνύονται όλα σύννομα και τελικά κανείς δεν διώκεται. Καθώς το όνομα του εργολάβου έχει «λερωθεί», το κόμμα τον αποσύρει από τη λίστα των επερχόμενων εκλογών. Όμως ο αδίστακτος επιχειρηματίας που δεν θέλει να χάσει την εξουσία και τα προνόμια που του παρέχει η θέση του στο Δήμο, δηλαδή τη δυνατότητα να κερδοσκοπεί στον τομέα των κατασκευών, χρησιμοποιεί όσα μέσα διαθέτει, θεμιτά και αθέμιτα, για να επανεκλεγεί. Αλλάζοντας πολιτικό κόμμα, μετακινούμενος πολιτικά στο κέντρο, όχι μόνον θα καταφέρει να επανεκλεγεί, αλλά θα παραμείνει και στη θέση εξουσίας που κατείχε, συνεχίζοντας να κερδοσκοπεί στο τομέα των οικοδομών με την κατασκευαστική του εταιρεία.

Βραβευμένη με το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία Τα χέρια πάνω από την πόλη διατηρεί 50 χρόνια μετά ακέραια την καταγγελτική της δύναμη, την επικαιρότητα και τη δυσάρεστη αλήθεια της, γεγονός που της προσδίδει τη διάσταση ενός διαχρονικού ιστορικού ντοκουμέντου που ξεπερνάει την εποχή του. Πρόκειται για ένα έργο που πηγαίνει κατευθείαν στις ρίζες ενός καρκινώματος που απειλεί τα θεμέλια και τη συνοχή της κοινωνίας  και το οποίο μιλά, χωρίς να μασά τα λόγια του, για το φαινόμενο της διαπλοκής ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία –μόνιμη και τότε και τώρα- πηγή της διαφθοράς και ανοιχτή πληγή του δημόσιου βίου. Η ταινία ξεπερνά τα όρια της απλής καταγγελίας, καθώς ερευνά το πρόβλημα με μια εντυπωσιακή τεκμηρίωση που αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ. Αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς, «τυπικά  νόμιμους» μεν, αλλά πάντα στα αμφιλεγόμενα σύνορα του νόμου, με τρόπο ξεκάθαρο, δείχνει πώς μια διεφθαρμένη πολιτική τάξη, σε αγαστή συνεργασία με τους αετονύχηδες επιχειρηματίες και την αόρατη, αλλά πανταχού παρούσα Καμόρρα, κρατούν στα βρώμικα χέρια τους μια ολόκληρη πόλη. Ο πατριάρχης του ιταλικού πολιτικού σινεμά Φραντσέσκο Ρόζι, γέννημα θρέμμα της Νάπολης, δυο χρόνια μετά τον αριστουργηματικό Σαλβατόρε Τζουλιάνο χτυπά ξανά, αναδεικνύοντας ένα κακοήθες μελάνωμα της ιταλικής (και όχι μόνον) κοινωνίας. Είναι εμβληματική η φράση που εμφανίζεται στην οθόνη με τους τίτλους του τέλους: «Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αφηγείται η ταινία είναι φανταστικά, η πραγματικότητα όμως που τα δημιούργησε είναι απολύτως αυθεντική». Εξαιρετική η ερμηνεία του σπουδαίου Ροντ Στάιγκερ στον ρόλο του εργολάβου και θαυμάσια η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τζιάνι ντι Βενάντσο.  

Οι ξεγραμμένοι / Out of the Blue 
(Καναδάς, 1980)
Σκηνοθεσία: Ντένις Χόπερ / Dennis Hopper. Έγχρωμη, 94΄.

Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τη Σιμπί (θαυμάσια ερμηνευμένη από την Λίντα Μαντζ), ένα μοναχικό δεκαπεντάχρονο κορίτσι, μέλος μια διαλυμένης οικογένειας που ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη του Τέξας. Ο πατέρας της είναι ένας μηχανόβιος πρώην κατάδικος και η μητέρα της ναρκομανής. Ανάμεσά τους, η νεαρή έφηβη, σε κατάσταση ψυχικής σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, προσπαθεί να ξεφύγει από το κοινωνικό και οικογενειακό της αδιέξοδο, υιοθετώντας μια βίαιη και επιθετική στάση ζωής στα πρότυπα του πανκ κινήματος. Για να μεγαλώσει και να βρει το δρόμο της, πρέπει να ανακαλύψει τον τρόπο να ξεπεράσει την τραυματική της εξάρτηση από την οικογένεια…

Ένα ασυμβίβαστο και οργισμένο φιλμ που εστιάζει στις προβληματικές όσο και επικίνδυνες διαδρομές προς την ενηλικίωση, αποκαλύπτοντας με  ωμότητα αλλά και ειλικρίνεια  την σκοτεινή πλευρά της οικογένειας και την πλάνη του αμερικανικού ονείρου.  Σκηνοθετεί και παίζει τον -«κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα του- ρόλο του πατέρα ο «ξένοιαστος καβαλάρης» Ντένις Χόπερ, ένας από τους λίγους αυθεντικούς αντι-ήρωες του «άλλου» αμερικανικού σινεμά.

Η μάχη του Αλγερίου / La battaglia di Algeri / The Battle of Algiers 
(Ιταλία, 1966)
Σκηνοθεσία: Τζίλο Ποντεκόρβο / Gillo Pontecorvo. Με τους: Brahim Hadjadj, Jean Martin, Yacef Saadi. Ασπρόμαυρη, 121’.

Η ταινία μάς μεταφέρει στο ταραγμένο Αλγέρι, όταν η γαλλο-αλγερινή ένοπλη αντιπαράθεση αγγίζει την κορύφωσή της, καταγράφοντας την ιστορική μάχη της πόλης του Αλγερίου το 1957 και τη δράση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλγερίας (FLN) εναντίον των γάλλων αποικιοκρατών. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται τις ημέρες της επταήμερης γενικής απεργίας που οργάνωσε το FLN και της προσπάθειας κατάπνιξής της, με τις διώξεις, τις συλλήψεις και τα άγρια βασανιστήρια από τους αλεξιπτωτιστές του συνταγματάρχη Ματιέ. Κυρίαρχο σκηνογραφικό φόντο είναι οι δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές της Κάσμπα, της παλιάς ισλαμικής γειτονιάς της πόλης και κάστρου της αλγερινής λαϊκής αντίστασης. 

Κατά γενική ομολογία, Η μάχη του Αλγερίου θεωρείται ένα ανυπέρβλητο κινηματογραφικό αριστούργημα, με τεράστια επιδραστική δύναμη στους μεταγενέστερους σκηνοθέτες και αφηγείται τον ανταρτοπόλεμο που ξεκινά ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία ο απλός λαός της αραβικής συνοικίας. Ο υπερθετικός βαθμός των χαρακτηρισμών οφείλεται στο γεγονός ότι πολύ λίγες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου δίνουν στον θεατή τόσο έντονα την ψευδαίσθηση ότι δεν παρακολουθεί απλά μια ιστορική αναπαράσταση, αλλά ότι βιώνει ο ίδιος τα γεγονότα τη στιγμή που εκτυλίσσονται. Το μεγάλο επίτευγμα του Τζίλο Ποντεκόρβο είναι ότι η ταινία του μοιάζει συχνά (αν όχι από την αρχή μέχρι το τέλος), με αληθινό ντοκιμαντέρ, λόγω της χρήσης της κάμερας στο χέρι, αλλά και άλλων εξαιρετικά λειτουργικών τεχνικών, ενώ είναι εντυπωσιακό (ακόμα και ο υποψιασμένος θεατής παραπλανάται) ότι σε καμιά σκηνή του φιλμ δεν υπάρχει αρχειακό υλικό. Γυρισμένη στους φυσικούς χώρους όπου διεξήχθη η μάχη και με τον δεξιοτεχνικό χειρισμό του πλήθους να μεταδίδει το πάθος των πραγματικών γεγονότων, η ταινία καταφέρνει να μεταμορφώσει την αληθοφάνεια  σε «αλήθεια», καθηλώνοντας τον θεατή με τον καταιγιστικό της  ρυθμό και την απαράμιλλη αφηγηματική της δύναμη. Να σημειώσουμε ακόμη ότι η ταινία κατάφερε να κατανοήσει και να αναδείξει τόσο πολύ σε βάθος τους μηχανισμούς τρομοκρατίας και αντι-τρομοκρατίας που κρύβονται πίσω από έναν αντάρτικο πόλεμο, ώστε να φτάσει μέχρι το αμερικανικό Πεντάγωνο, ως μάθημα ανταρτοπόλεμου και επαναστατικής τακτικής.

Μόνο αίμα / Blood Simple 
(ΗΠΑ, 1984)
Σκηνοθεσία: Τζόελ και Ίθαν Κοέν / Joel Coen, Ethan Coen. Με τους: John Getz, Frances McDormand, Dan Hedaya. Διάρκεια: 99΄. Έγχρωμη.

Σε μια επαρχιακή πόλη του Τέξας, ένας παθολογικά ζηλιάρης σύζυγος προσλαμβάνει έναν ντετέκτιβ, γιατί υποψιάζεται ότι η γυναίκα του τον απατά με τον υπάλληλό του. Όταν βεβαιώνεται για την απιστία, τού δίνει εντολή να δολοφονήσει τους  παράνομους εραστές. Ο ντετέκτιβ παίρνει την αμοιβή και…πυροβολεί τον σύζυγο. Ο εραστής βρίσκει το (σχεδόν) πτώμα του αφεντικού του, αλλά νομίζει ότι τον «σκότωσε» η ερωμένη του. Η σύζυγος, αγνοώντας τα πάντα, υποθέτει ότι ο εραστής της παραφρόνησε. Ο ντετέκτιβ από την μεριά του, θεωρεί ότι το παράνομο ερωτικό ζευγάρι έχει στραφεί εναντίον του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τους εξοντώσει…  

Στην πρώτη τους σκηνοθετική απόπειρα  οι αδερφοί Τζόελ και Ίθαν Κοέν κινούνται στα σύνορα ανάμεσα στο φιλμ νουάρ, το θρίλερ και την ταινία τρόμου, δημιουργώντας ένα σκοτεινό (το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο νύχτα), παρανοїκό σύμπαν, ταυτόχρονα γκροτέσκο και κυνικό. Η νοσηρή ατμόσφαιρα, το απειλητικό όσο και εχθρικό περιβάλλον, το κατάμαυρο χιούμορ και οι τέσσερις ήρωες που μοιάζουν με μαστουρωμένα ζόμπι που κινούνται μέσα στο σκοτάδι, προσδίδουν στην ταινία τον χαρακτήρα ενός άγριου εφιάλτη. Το Μόνο αίμα, που θα καταστεί τάχιστα cult-movie, είναι μια ταινία όπου συναντούνται με τρόπο μοναδικό η κωμικο-τραγική διάσταση της ύπαρξης, η ωμότητα του φόνου, η απληστία και η ανθρώπινη βλακεία. Το ευρηματικό και συμπαγές σενάριο, επεξεργασμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, υπηρετείται έξοχα από ένα κινηματογραφικό στυλ που αναδεικνύει, με την πρώτη, το τεράστιο εικονοκλαστικό  ταλέντο των δύο αδερφών από την Μινεσότα, οι οποίοι κάνουν μια, ομολογουμένως, εντυπωσιακή είσοδο στην Έβδομη Τέχνη. Από το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο ξεχωρίζουν η 27χρονη Φράνσις Μακ Ντόρμαντ (στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση) και κυρίως ο Μ. Έμετ Γουόλς, υπέροχα τρομακτικός στον ρόλο του ντετέκτιβ, της πιο δυσοίωνης φιγούρας της ταινίας.

Τα 13 τριαντάφυλλα
(Ισπανία - Γαλλία, 2007)
Σκηνοθεσία: Εμίλιο Μαρτίνεθ Λάθαρο.  Με τους: Pilar López de Ayala, Verónica Sánchez, Gabriella Pession. Έγχρωμη, 100΄.

Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Μετά τη νίκη των φρανκικών στρατευμάτων το 1939 στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Φράνκο υπόσχεται ότι θα τιμωρηθούν μόνο όσοι από τους αντιπάλους έχουν «ματωμένα χέρια». Δεκατρείς γυναίκες μεταξύ 18 και 29 ετών οι οποίες δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα, συλλαμβάνονται με την κατηγορία της ανταρσίας, και καταδικάζονται σε θάνατο.

Πριν από την ταινία του Εμίλιο Μαρτίνεθ Λάθαρο (η ταινία του Οι λέξεις του Μαξ βραβεύτηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1978), το ιστορικό αυτό γεγονός είχε κινήσει το ενδιαφέρον και άλλων δημιουργών: Το 2003 ο Χεσούς Φερέρο έγραψε το βιβλίο «Τα δεκατρία τριαντάφυλλα» και ένα χρόνο μετά, η Βερόνικα Βιχίλ και ο Χοσέ Μαρία Αλμέλα σκηνοθέτησαν ένα ντοκιμαντέρ για τα γεγονότα με τίτλο Να μην σβηστεί το όνομά μου από την ιστορία, που είναι οι τελευταίες λέξεις μιας από τις καταδικασμένες. Την ίδια χρονική περίοδο ο δημοσιογράφος Κάρλος Φονσέκα έγραψε το βιβλίο «Δεκατρία κόκκινα τριαντάφυλλα» και ο Χουλιάν Φερνάντεθ ντελ Πόθο το ποίημα «Αφιέρωμα σε δεκατρία τριαντάφυλλα». Επίσης, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Άνχελες Λόπεθ δημοσίευσε το 2006 το βιβλίο «Μαρτίνα, το τριαντάφυλλο αριθμού δεκατρία», ενώ το έργο της ομάδας χορού «Αριερίτος» με τίτλο «13 Τριαντάφυλλα» βραβεύτηκε το 2007 με τα Βραβεία Μαξ των Θεατρικών Τεχνών για την καλύτερη χορογραφία και την καλύτερη παράσταση χορού. Για την πειστικότητα και την αληθοφάνεια της ταινίας ο σκηνοθέτης έπρεπε να βρει τρόπο να ζωντανέψει μια Μαδρίτη που δεν υπάρχει πια. Έτσι, στο επίπεδο της σκηνογραφίας συνδύασε σύγχρονα σημεία της πόλης με ψηφιακές εικόνες. Τα εσωτερικά που βλέπουμε έχουν δημιουργηθεί από το μηδέν ή έχουν γίνει μέσα σε κατάλληλα κτίρια, πάντα με βάση φωτογραφικό και αρχειακό υλικό. Το αποτέλεσμα είναι η εικόνα να έχει μια απαλή τονικότητα που παραπέμπει σ’ εκείνη των ασπρόμαυρων φωτογραφιών της εποχής.

Ουγκέτσου Μονογκατάρι (Ιστορίες της χλωμής σελήνης μετά τη βροχή) / Ugetsu monogatari
(Ιαπωνία, 1953)
Σκηνοθεσία: Κένζι Μιζογκούτσι / Kenji Mizoguchi. Με τους: Machiko Kyô, Mitsuko Mito, Kinuyo Tanaka, Masayuki Mori. Ασπρόμαυρη, 96’.

Σ’ ένα χωριό της μεσαιωνικής Ιαπωνίας, η οποία σπαράζεται από εμφύλιους πολέμους, ο Γκεντζούρο, ένας φτωχός αγγειοπλάστης, ονειρεύεται καλλιτεχνική δόξα και πλούτη, ενώ ο γαμπρός του, Τομπέι, φιλοδοξεί να γίνει ένδοξος σαμουράι. Ξεκινούν για να πουλήσουν την πραμάτεια τους στην πόλη και ύστερα από διάφορες περιπλανήσεις και περιπέτειες, ο Τομπέι «γίνεται» όντως σαμουράι λέγοντας ψέματα ότι τάχα σκότωσε έναν στρατηγό του εχθρού, ωστόσο όταν επιστρέφει στο σπίτι του βρίσκει τη γυναίκα του να εκπορνεύεται. Εν τω μεταξύ, ο Γκεντζούρο υποκύπτει στην γοητεία της Ουακάσα, μιας πανέμορφης και μυστηριώδους πριγκίπισσας την οποία και ακολουθεί στο παλάτι της, για να ανακαλύψει, έκπληκτος, αργότερα ότι πρόκειται για ένα φάντασμα. Επιστρέφοντας και αυτός στο χωριό, συναντά ένα ακόμα φάντασμα: αυτό  της γυναίκας του, η οποία στη διάρκεια της απουσίας του έχει δολοφονηθεί...

«Το αριστούργημα του Μιζογκούτσι είναι το αριστούργημα του ιαπωνικού σινεμά και μια από τις ωραιότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Πρόκειται για μια επιτομή όπου συγκλίνουν οι πιο αντίθετες τάσεις της τέχνης και οι πιο ποικίλες πηγές έμπνευσης. Από όποια οπτική γωνία κι αν τη δούμε, είναι ταυτόχρονα αυτό κι εκείνο και κάτι ακόμα και όλα συνυπάρχουν αρμονικά. Είναι ο ελληνικός μύθος της Οδύσσειας και την ίδια στιγμή και ο κελτικός μύθος του Λανσελότου, ένα από τα ωραιότερα έπη περιπέτειας και τρελού έρωτα, ένα από τα φλογερότερα άσματα που έχουν γραφτεί ποτέ, προς τιμήν της αυταπάρνησης και της πίστης, ένας ύμνος στην Ενότητα και ταυτόχρονα στην ετερογενή ποικιλία των φαινομένων... Δεν υπάρχει τίποτα περιττό στην ταινία αυτή. Η κάμερα ευαίσθητη και στον παραμικρό κόκκο ύλης, χρονοτριβεί στις καλαμιές και τα νερά, στα περίτεχνα χτενίσματα και στα στολίδια των γυναικών, με μια νωχελική ευχαρίστηση που διόλου δεν αποτρέπει την αποφασιστικότητα με την οποία οι μικρές κινήσεις της μηχανής μάς δείχνουν πόσο η μοίρα μας είναι δεμένη με τη Φύση... Όταν στην οθόνη εμφανίζεται η λέξη «Τέλος» με δυσκολία πιστεύουμε πως έχει περάσει κιόλας μιάμιση ώρα...».
Ερίκ Ρομέρ, «Cahiers du Cinema», τχ. 80, Μάιος 1958

Μαύρο ψωμί / Pa negre
(Ισπανία – Γαλλία, 2010)
Σκηνοθεσία: Αγκουστί Βιγιαρόνγκα /Agustí Villaronga. Με τους: Francesc Colomer, Marina Comas, Nora Navas. Διάρκεια: 108’. Έγχρωμη.

Στα δύσκολα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, στην αγροτική Καταλονία, ο Αντρέου βρίσκει στο δάσος τα πτώματα ενός άντρα και του γιου του. Οι αρχές θέλουν να φορτώσουν τους θανάτους στον πατέρα του, αλλά ο Αντρέου, για να τον υπερασπιστεί, αρχίζει μια δύσκολη όσο και επικίνδυνη έρευνα, προσπαθώντας να ανακαλύψει τους πραγματικούς υπεύθυνους για το έγκλημα.  

Η ταινία, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του συγγραφέα Εμίλι Τεϊσιδόρ που εκδόθηκε το 2003, αποφεύγει την ηθογραφία και το ιστορικό χρονικό για να επικεντρωθεί στους χαρακτήρες των ηρώων, στα συναισθήματά τους, στα διλήμματα και στις εσωτερικές συγκρούσεις τους στη διάρκεια της αναζήτησης της αλήθειας, μέσα από τις οποίες αναδύονται και σκιαγραφούνται ανάγλυφα οι τρομακτικές συνέπειες του ισπανικού εμφύλιου πολέμου στις ζωές των απλών ανθρώπων. Όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης, η ταινία αντικατοπτρίζει την ηθική ερήμωση και τα ψυχικά τραύματα που ο πόλεμος προκάλεσε στον ισπανικό λαό και δεν εστιάζει στους νικητές ή τους ηττημένους, αλλά στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων. Η ρηξικέλευθη αφηγηματική δομή (τα flash-back απουσιάζουν), εμπλουτίζεται με στοιχεία από τα κινηματογραφικά είδη του θρίλερ, του φανταστικού και των ταινιών μυστηρίου σε ό,τι αφορά στη σταδιακή αποκάλυψη των γρίφων που κρύβει η ιστορία. Παράλληλα, το βλέμμα του παιδιού πάνω στα καλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα της Ιστορίας, προσδίδει ποίηση και μαγεία στην ταινία.

Η περιπέτεια / L’avventura 
(Ιταλία - Γαλλία, 1960)
Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι. Με τους: Gabriele Ferzetti, Monica Vitti, Lea Massari.Διάρκεια: 140’. Ασπρόμαυρη.

Μια παρέα μεγαλοαστών ξεκινά για κρουαζιέρα. Ανάμεσά τους και η Κλαούντια, που προέρχεται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Στη διάρκεια της κρουαζιέρας η παρέα αποβιβάζεται σ’ ένα ξερονήσι (στην ηφαιστειογενή βραχονησίδα Lisca Bianca στο Αρχιπέλαγος των Αιολίδων νήσων, βόρεια της Σικελίας), όπου η Άννα, φιλενάδα του αρχιτέκτονα Σάντρο και φίλη της Κλαούντια, ξαφνικά εξαφανίζεται. Το ανεξήγητο συμβάν επιδρά καταλυτικά στους υπόλοιπους και κυρίως στην Κλαούντια (υπέροχη η Μόνικα Βίττι) και στο Σάντρο, οι οποίοι αρχίζουν μια αβέβαιη και εύθραυστη σχέση. 

Βασισμένη ολοκληρωτικά πάνω στο ρήγμα της απουσίας της Άννας,  Η περιπέτεια παραμένει η πιο ακραία αισθητική πρόταση του Αντονιόνι και αποτελεί το πρώτο μέρος της «τριλογίας της αποξένωσης», μέσα από την οποία ο σκηνοθέτης  ιχνηλατεί την εσωτερική έρημο του ανθρώπου, την αδυναμία επικοινωνίας και την αλλοτρίωση του ατόμου στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Ο ιταλός δημιουργός απελευθερώνει τη δράση από την κυρίαρχη λογική του αίτιου-αιτιατού και προσδίδει στην κινηματογραφική αφήγηση μια ρηξικέλευθη χρονική διάσταση. Η ταινία κόβει εξαρχής τις γέφυρες με την παραδοσιακή ψυχολογική ανάλυση, τις κινηματογραφικές αφηγηματικές συμβάσεις, τους κανόνες δραματουργικής εξέλιξης μιας ιστορίας και διακινδυνεύει μια εξερεύνηση, χωρίς πυξίδα, άγνωστων εσωτερικών τοπίων. Κινηματογραφώντας τις συμπεριφορές σ’ ένα κλειστό, απομονωμένο και γυμνό περιβάλλον, το οποίο δεν είναι παρά αντανάκλαση του ψυχικού κενού των ηρώων, ουσιαστικά οδηγεί την ιστορία σ’ έναν αφηγηματικό γκρεμό. Στην ταινία αναδεικνύονται η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, το πρόσκαιρο και το διφορούμενο των ανθρώπινων σχέσεων. Η περιπέτεια,  ταινία τραχιά, απειλητική και αφιλόξενη, πλημμυρισμένη  από ηχηρές σιωπές, νεκρούς χρόνους και άδειους  χώρους, κινηματογραφεί την έκλειψη των συναισθημάτων και το υπαρξιακό αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου. Το κοινό του Φεστιβάλ των Καννών δεν άντεξε την τολμηρότητα της αφήγησης και την αποδοκίμασε - σχεδόν κανιβαλικά - στη διάρκεια της προβολής της. Σήμερα τη συναντούμε, πολύ συχνά, στις διάφορες λίστες των καλύτερων ταινιών στην ιστορία του σινεμά, ενώ υπήρξε και μια από τις δεδηλωμένες επιρροές και αγάπες του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Πηγή: Δελτίο Τύπου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης