ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

Η μετανάστευση και η θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο σκηνικό, ως πέρασμα μεταξύ ανατολής και δύσης, ήταν το θέμα που απασχόλησε τους συμμετέχοντες στην ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Λάθος προορισμός», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η ανοιχτή συζήτηση έγινε με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ «Ενδιάμεσος Σταθμός» («Stop-over») (επαναληπτική προβολή: Σάββατο 9 Νοεμβρίου, 15.00, Τζον Κασσαβέτης) του Ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτη Καβέ Μπαχτιαρί, ένα ντοκιμαντέρ που φέρνει στο φως τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι μετανάστες στην Ελλάδα, που βρέθηκαν εδώ με την ελπίδα ότι θα μεταβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό πολλές φορές τους οδηγεί σε απελπισμένες αλλά και επικίνδυνες παράνομες απόπειρες διαφυγής από τη χώρα.

Στο πάνελ συμμετείχαν ο επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο ΑΠΘ, Ανδρέας Τάκης, ο αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης και ο Γιακούμπ Αλιζάντε, αναγνωρισμένος πρόσφυγας από το Ιράν που ζει στην Ελλάδα. Τη συζήτηση συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου.

Τον κεντρικό ρόλο της μετανάστευσης στη σημερινή πολιτική ζωή της Ελλάδας παρατήρησαν όλοι οι ομιλητές, με τον κ. Τσιτσελίκη να χαρακτηρίζει τη μετανάστευση ως κεντρικό πολιτικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό ζήτημα στη χώρα, από το 1990 μέχρι και σήμερα. Αναρωτήθηκε αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα και τους κανόνες λειτουργίας ενός κράτους δικαίου, τις διαδικασίες ελέγχου και τον ρόλο των διεθνών οργανώσεων, ενώ υπογράμμισε πως, όπως επισημαίνεται στο ντοκιμαντέρ, χιλιάδες μετανάστες στην Αθήνα αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα.

«Πού φτάνει η απόγνωση; Σε μία απεργία πείνας; Στο να πληρώνεις μεγάλα ποσά για να φτάσεις στη Δύση ή τελικά να γυρίσεις στην πατρίδα σου; Από το 1990 είχαμε στην Ελλάδα το πρώτο κύμα Αλβανών μεταναστών και στη συνέχεια, από το 2000, ένα δεύτερο κύμα από χώρες όπως το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, λόγω των γεωπολιτικών ζητημάτων στις περιοχές αυτές», υπογράμμισε και πρόσθεσε πως «οφείλουμε να δούμε πώς στο δικό μας σύστημα, όπως διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ, αποσιωπάται το τεράστιο ζήτημα που αφορά όλο το μεταναστευτικό. Το ελληνικό κράτος, εφαρμόζοντας ευρωπαϊκή οδηγία, κρατάει τους ανθρώπους αυτούς για να τους απελάσει».

Ως ευκαιρία για τον θεατή να υποβάλει τον εαυτό του σε ένα ηθικό τεστ χαρακτήρισε το ντοκιμαντέρ ο κ. Τάκης, και σημείωσε πως «μας δίνει την ευκαιρία να μπούμε στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων και να αντιληφθούμε τον τρόπο ζωής τους, τους φόβους τους, τα σχέδιά τους, να μετρηθούμε με την πραγματικότητα και τις αγωνίες των ‘άλλων’, που για κάποιους συμπολίτες μας μπορεί να είναι περιττοί ή οχληροί». Όπως τόνισε, η ταινία θίγει το σημαντικό ζήτημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αλλά και εκείνο των συνόρων Ευρώπης και Ανατολής, και αναρωτήθηκε: «Γιατί η Αθήνα βρέθηκε να γίνει ένας καταραμένος ενδιάμεσος σταθμός καθήλωσης; Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η πολιτική που ωθεί στην καθήλωση αυτών των ανθρώπων και η οποία δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την επώαση ενός επικίνδυνου αβγού του φιδιού, το οποίο γνωρίζουμε όλοι σήμερα».

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ / ΓΙΑΚΟΥΜΠ ΑΛΙΖΑΝΤΕ

Την ιδιαίτερα σημαντική και ενδεικτική προσωπική του ιστορία μοιράστηκε ο κ. Αλιζάντε, η οποία ξεκίνησε πριν από 13 χρόνια, όταν βρέθηκε στην Ελλάδα. «Όταν φτάσαμε με τη σύζυγό μου και το μωρό μας δεν είχαμε διαβατήριο και καταλήξαμε στη φυλακή - αλλού εγώ κι αλλού η σύζυγός μου με το παιδί. Μας έστειλαν στην Αθήνα και μέσα σε μία μέρα αλλάξαμε έξι κρατητήρια. Τελικά βρέθηκα σε ένα μικρό χώρο ανάμεσα σε 500 άτομα, σε σημείο που ούτε όρθιος δεν μπορούσες να σταθείς. Πολλοί από τους κρατούμενους προέρχονταν από το Ιράν και το Αφγανιστάν. Τους περισσότερους τους έστελναν πίσω, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στον Έβρο, μετά στην Τουρκία και πίσω στην πατρίδα τους. Ζήτησα πολιτικό άσυλο και μου είπαν ότι σε δύο εβδομάδες θα έβγαινα από τη φυλακή. Σε τρεις εβδομάδες δεν έγινε τίποτα κι εγώ στο μεταξύ είχα σοβαρό πρόβλημα γιατί δεν μιλούσα ελληνικά, δεν ήξερα πού βρισκόταν η γυναίκα μου και η κόρη μας. Έμεινα εκεί έξι μήνες και στο τέλος έκανα απεργία πείνας επί 24 μέρες. Όταν τελικά βγήκα και συνάντησα τη γυναίκα μου, αυτή δεν με αναγνώρισε γιατί στο μεταξύ είχα χάσει 30 κιλά. Για 24 μέρες έζησα μόνο με νερό και ζάχαρη, αυτό το έμαθα στη φυλακή. Τελικά μου έδωσαν πολιτικό άσυλο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε ο κόσμος στην Ελλάδα, βρήκα πολλούς ανθρώπους που αγάπησαν εμένα και την οικογένειά μου. Θέλουμε να γίνουμε Έλληνες, ακόμη όμως περιμένουμε να λάβουμε υπηκοότητα. Η κόρη μου, που γεννήθηκε εδώ, συχνά με ρωτάει ‘από πού είμαι; Από την Ελλάδα; Το Ιράν;’ Δεν ξέρει ούτε η ίδια. Εγώ λέω ότι όταν δεν έχουμε υπηκοότητα δεν είμαστε άνθρωποι».

Η εκμετάλλευση των μεταναστών από μια «βιομηχανία» διακίνησής τους, αλλά και οι τρόποι αντίδρασης από τους πολίτες του δυτικού κόσμου ήταν τα βασικά ζητήματα που απασχόλησαν το κοινό, στις ερωτήσεις – παρεμβάσεις τους. Σύμφωνα με τον κ. Τάκη, η διακίνηση μεταναστών αποτελεί «μια βιομηχανία παρόμοια με αυτή των ναρκωτικών, που καταστρέφει ζωές στοχεύοντας στο υψηλό κέρδος. Το υπόβαθρο για την ύπαρξη τέτοιων συναλλαγών είναι ένα σύστημα αμετακίνητο και υποκριτικό από κάποιο θεσμικό μόρφωμα που χτίζει τοίχους, κάνοντας τα στραβά μάτια σε τρυπούλες μέσα από τις οποίες διέρχεται αυτό το εμπόριο». Δήλωσε, όμως, απαισιόδοξος για τη δυνατότητα αντίδρασης των πολιτών. Όπως είπε, «δεν είμαι αισιόδοξος για το πώς μπορούν να συνεννοηθούν οι φωτισμένοι άνθρωποι προκειμένου να δράσουν συλλογικά, καθώς ένα θεμελιώδες αίτιο του προβλήματος είναι και ο τρόπος πολιτικής οργάνωσης των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστες. Πρόκειται για πολιτειακές μορφές που με αυταρχισμό εξάγουν εκατομμύρια ανθρώπους κι αυτό το πληρώνουμε ως Δύση. Το θέμα είναι ευρύ και παγκόσμιο, αλλά είναι ανωφελές να ψάχνει κανείς τις αιτίες για να αποδώσει μομφές. Λίγες φορές γνώρισε η ανθρωπότητα μία τόσο μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού, όσο σήμερα. Ο ανθρώπινος φλοιός του πλανήτη μετακινείται κι αυτό δεν θα σταματήσει όποιον τοίχο και να σηκώσουμε. Η συμβίωση με το ξένο είναι κάτι αναπότρεπτο κι αυτό η Δύση δεν μπορεί να το χωνέψει». Αναφερόμενος, εξάλλου, στην ελληνική νομοθεσία αναφορικά με το μεταναστευτικό, ο κ. Τσιτσελίκης υπογράμμισε πως «τα τελευταία 24 χρόνια το ελληνικό κράτος δεν έχει εφαρμόσει πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών και με μεγάλη καθυστέρηση έρχεται τώρα ένας νόμος να ρυθμίσει με επιφανειακό τρόπο αυτά τα ζητήματα».

Από την πλευρά του, ο κ. Αλιζάντε αναφέρθηκε στη βοήθεια που του έχει δοθεί από την ελληνική κοινωνία, παρότι, όπως είπε, θα ήθελε να ζήσει στην Αγγλία. «Είναι πολλοί αυτοί που μας βοηθούν. Στον Οδυσσέα (σ.σ. σχολείο ελληνικής γλώσσας) μαθαίνουμε ελληνικά αλλά και άλλες γλώσσες. Τελευταία μάλιστα, λόγω της κρίσης, έρχονται εκεί όχι μόνο μετανάστες αλλά και Έλληνες. Μου αρέσει η Ελλάδα σαν χώρα. Ελπίζω και με την αλλαγή της νομοθεσίας να καταφέρει κάποτε η κόρη μου να πάρει την υπηκοότητα. Για μένα δεν πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί ποτέ».

Μ.Χ.