Εκείνος, πικρόχολος, σχεδόν αλκοολικός, άξεστος και ανεύθυνος. Ο άλλος, περίεργος, προβληματικός, ορφανός, με ένα παράξενο ταλέντο. Ο Πάολο ανακαλύπτει ξαφνικά πως «κληρονόμησε» έναν ανιψιό – και όχι μια περιουσία, όπως θα ήλπιζε – και η ζωή του έρχεται τα πάνω κάτω.
Η ταινία – ντεμπούτο του Ιταλού σκηνοθέτη Matteo Oleotto, αν μη τι άλλο, παρέχει τη δυνατότητα να περάσει κανείς ένα όμορφο απόγευμα. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει έναν σχεδόν καρτουνίστικο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, εκείνον του Πάολο Μπρεσάν, ενός μάγειρα γηροκομείου γύρω στα 40, χωρίς κανένα ενδιαφέρον πέρα από την οινοποσία – και την πρώην σύζυγό του, Στεφάνια. Δίνοντας μια ενδιαφέρουσα και πολύ αληθινή άποψη της ζωής στις μικρές πόλεις του Φρίουλι, της περιοχής της βόρειας Ιταλίας που συνορεύει με τη Σλοβενία, η ταινία ξεκαθαρίζει από την αρχή πως κανείς από όσους θα τη δουν δεν πρόκειται να συμπαθήσει τον Πάολο.
Η μέρα του πρωταγωνιστή αποτελείται από μια ατελείωτη σειρά οινοποσίας, εκμετάλλευσης των συμπολιτών του αλλά και της καλοσύνης της πρώην συζύγου του – με την οποία είναι ακόμη ερωτευμένος, πιθανότατα επειδή βαριέται να αλλάξει γνώμη για εκείνη – και του νυν συζύγου της, Άλφιο. Ζει σε ένα αχούρι, ωστόσο δεν παραλείπει να φθονεί τη Στεφάνια και τον Άλφιο για την – καλύτερη – ζωή τους. Όσο για τους γύρω του, κανείς δεν έχει να πει μια καλή κουβέντα για τον Πάολο, ωστόσο συμβιώνουν μαζί του, συν-πίνουν, αλλά και εφευρίσκουν νέα παιχνίδια – όπως η ντάμα με ποτήρια γεμάτα με κρασί, άσπρο για τον ένα, κόκκινο για τον άλλο.
Το κρασί και η μουσική ρέουν άφθονα στην επαρχία του Φρίουλι, όπως, εξάλλου, και ο χρόνος. Τη ρουτίνα αυτή έρχεται να διακόψει ο θάνατος μιας θείας από τη Σλοβενία, καθώς φορτώνει τον Πάολο με την υποχρέωση να φυλάξει για λίγες μέρες τον έφηβο ανιψιό του, Ζόραν. Η συμπεριφορά του αγοριού είναι περίεργη: είναι μαζεμένος και μιλάει ελάχιστα, η αιτία, ωστόσο, αυτής της συμπεριφοράς δεν διευκρινίζεται ποτέ. Όποτε μιλάει, ο Ζόραν χρησιμοποιεί ασυνήθιστη γλώσσα, μιας και έμαθε ιταλικά από δύο βιβλία της μεταπολεμικής περιόδου. Η επιθυμία του Πάολο να παίξει τον ρόλο του θείου είναι περίπου ίδια με εκείνη που έχει να κόψει το ποτό (δηλαδή ανύπαρκτη) και δεν διστάζει να το διαλαλεί. Δύο είναι οι λόγοι που θα τον κάνουν να δει τον Ζόραν με καλύτερο μάτι. Ο πρώτος είναι το ταλέντο του ανιψιού του στα... βελάκια. Το αγόρι έχει την ικανότητα να πετυχαίνει πάντα το κέντρο. Σε συνδυασμό με το έπαθλο των 60.000 ευρώ που χαρίζει η πρώτη θέση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα darts στη Σκοτία, η περίεργη αυτή ικανότητα του Ζόραν κάνει τον Πάολο να ζητήσει από τις αρχές να αφήσουν τον Ζόραν να μείνει μαζί του για μια δοκιμαστική περίοδο.
Ο δεύτερος λόγος είναι η Στεφάνια, η οποία δεν πιστεύει στα μάτια της όταν βλέπει τον μέχρι τώρα ανεύθυνο και φυγόπονο Πάολο να νοιάζεται για το αγόρι. Φυσικά, εκείνος δεν νοιάζεται διόλου, εννοείται, όμως, πως δεν θα αφήσει τη Στεφάνια να το δει. Με το ψέμα ως δεύτερη φύση του, πετυχαίνει να κάνει τους κοντινούς του ανθρώπους να πιστέψουν πως τον έχουν παρεξηγήσει, και να κερδίσει «πόντους» στην εκτίμησή τους.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία παίζει και το Φρίουλι. Μια επαρχία όπου οι ιταλικές, σλοβένικες και γερμανικές παραδόσεις μπερδεύονται, όπου η μουσική – και το κρασί – βρίσκονται σε αφθονία ενώ το θέμα της θρησκείας, παρότι δεν διαθέτει πρωταγωνιστικό ρόλο, κάνει αισθητή την παρουσία του.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί σωστά τη μουσική, «παίζει» αρκετά με την εικόνα, χωρίς, ωστόσο, να προχωράει πολύ στην εμβάθυνση των χαρακτήρων, ή ακόμη και στην ολοκληρωμένη απόδοση των ιστοριών, κεντρικών ή παράλληλων. Ο θεατής βρίσκεται να γελάει, να σοβαρεύει και να παρακολουθεί το ξετύλιγμα μιας σειράς σχέσεων, ανθρώπινων και ερωτικών, οι οποίες, ωστόσο, δεν μελετούνται σε βάθος – ενώ πασχίζω ακόμη να κατανοήσω το πώς τελικά φτάσαμε στο τέλος, στο οποίο φτάσαμε.
Παρά ταύτα, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ενώ ο τρόπος με τον οποίο ο Guiseppe Battiston δίνει σάρκα και οστά στον αντιπαθέστατο Πάολο είναι πραγματικά μοναδικός. Μια ταινία που υπόσχεται να κάνει και το πιο αγχωτικό απόγευμα πραγματικά ευχάριστο.
Μ.Χ.