ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

“Μα καλά, είδες ελληνική ταινία και σ’ άρεσε;”. Πολλές φορές αυτήν την τελευταία εβδομάδα κλήθηκε ο γράφων να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση. Η δυσπιστία φίλων και γνωστών (που ρωτούσαν “είδες τίποτε καλό στο φεστιβάλ;”) απέναντι στις ελληνικές ταινίες ήταν έκδηλη. Δικαιολογημένη;

Κρίνοντας από το παρελθόν του ελληνικού κινηματογράφου, μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κατηγορηματικά όχι, όμως, κρίνοντας από τις ταινίες που προβλήθηκαν στο φετινό, 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Στο φετινό πρόγραμμα των ελληνικών ταινιών προβλήθηκαν σε πανελλήνια πρεμιέρα και σε κατάμεστες αίθουσες κινηματογραφικές παραγωγές που είχαν ήδη διαγράψει επιτυχημένη πορεία σε σημαντικά φεστιβάλ του εξωτερικού, αλλά και ελληνικές ταινίες που, από τη Θεσσαλονίκη, ξεκινούν τώρα με προσδοκίες τη διαδρομή τους.
“Οι ερμηνείες στις ελληνικές ταινίες είναι μετριότατες”, λένε κάποιοι. Προφανώς δεν είδαν την ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου στην “Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά”, της Θέμιδος Μπαζάκα και του Αλέξανδρου Λογοθέτη στην “Άγρια Πάπια”, όλου του καστ στο “Miss Violence” του Αβρανά(φωτογραφία). Ομοίως, οι συνήθεις γκρίνιες για την τεχνική αρτιότητα σε ήχο και εικόνα των ταινιών διαψεύδονται από τις ίδιες τις ταινίες, ακόμη και όσες διέθεταν πολύ μικρό μπάτζετ, την αρτιότητα των οποίων αναγνωρίζει το κοινό, όπως συνέβη φέτος με τη βράβευση της “Τελευταίας Φάρσας” του Βασίλη Ραΐση.
“Οι έλληνες δημιουργοί είναι στην κοσμάρα τους, είναι αποκομμένοι από την κοινωνία, δεν θίγουν τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της εποχής”, είναι μια ακόμη πολύ διαδεδομένη κριτική κινηματογραφόφιλων και μη. Κι όμως, οι περισσότερες ελληνικές ταινίες του φετινού ΦΚΘ ήταν γέννημα της κρίσης, αποτελούσαν έμμεσα ή άμεσα σχόλια για την εποχή που ζούμε, με αφετηρία προσωπικές ιστορίες ενδεχομένως, οι προεκτάσεις των οποίων ήταν πολιτικές και κοινωνικές. Η προσέγγισή τους στην κρίση δεν μοιάζει ευκαιριακή, ούτε και εφήμερη. Αντίθετα, μέσα από εικόνες έντονες, συχνά σοκαριστικές για τον θεατή, αναδεικνύουν διαχρονικούς ατομικούς αλλά και συλλογικούς προβληματισμούς, προβάλλοντας -με αφορμή τη σημερινή οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα- τη συνολικότερη κρίση οικουμενικών αξιών.
Ταινίες που εστίαζαν στη βία σε όλες της τις μορφές, μακριά από διδακτισμούς και εύκολες νουθεσίες, για την προσωπική ευθύνη κάθε πολίτη να δράσει και να αντιδράσει (“Miss Violence”, “Να κάθεσαι και να κοιτάς”, “Goldfish”), ταινίες για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ως αντικατοπτρισμό μιας χώρας που καταρρέει (“Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά”), αλλά και για ζητήματα που δεν θίγονται συχνά όπως οι τηλεφωνικές υποκλοπές και οι επιπτώσεις των κεραιών κινητής τηλεφωνίας στην υγεία (“Άγρια Πάπια”).
Αναμφίβολα, μια κινηματογραφική δημιουργία δύσκολα συναντά την καθολική αποδοχή. Όμως καμία από τις ελληνικές ταινίες που προβλήθηκαν φέτος στο φεστιβάλ δεν ήταν αδιάφορη. Η καθεμιά, με την ξεχωριστή προσωπική ματιά κάθε σκηνοθέτη, προκάλεσε προβληματισμούς, συζητήσεις και έντονες διαφωνίες στα πηγαδάκια έξω από τις αίθουσες προβολών. Κι ίσως αυτό να είναι τελικά το ζητούμενο και το μεγαλύτερο κέρδος από μια ταινία.

Π.Μ.