Πέρσι ο κορυφαίος οικονομολόγος και "προφήτης" της αμερικανικής κρίσης του 2006, έκανε λόγο για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ τους επόμενους δώδεκα μήνες. Ωστόσο όπως παραδέχεται τώρα διαψεύστηκε.

Σε συνέντευξή του προς την Online έκδοση του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel ο Ρουμπινί ερωτάται: πού οφείλεται το γεγονός ότι ο «προφήτης της κρίσης» διαψεύδεται; Η απάντηση του Ρουμπινί: «Την περασμένη χρονιά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πραγματοποίησε μία σχετικά ριζοσπαστική στροφή με το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων. Νομίζω ότι όλοι εξεπλάγησαν από αυτό. Αλλά και η ίδρυση του μόνιμου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) βοηθά τα ευρωπαϊκά κράτη και τις τράπεζες. Με τη δημοσιονομική και τραπεζική ένωση οι Ευρωπαίοι εξετάζουν μία ενίσχυση του ενοποιητικού σχεδίου τους. Και εν τέλει έχει αλλάξει η στάση των Γερμανών: αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι δεν είναι εφικτή μία συντεταγμένη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, ενόσω βρίσκονται σε κίνδυνο η Ιταλία και η Ισπανία. Και ότι η κρίση της Ελλάδας θα μπορούσε να επεκταθεί σε χώρες όπως η Κύπρος».

Δουλειά του οι προβλέψεις

Ο Νουριέλ Ρουμπινί είναι ιδρυτής μιας εταιρείας consulting, που παρέχει προβλέψεις πάνω στην οικονομία.
Μάλιστα όταν τον ρώτησε ο δημοσιογράφος αν οι πελάτες του διαμαρτυρήθηκαν για τη λάθος πρόβλεψή του αναφορικά με την ελληνική έξοδο από το ευρώ, απάντησε πως όχι, γιατί κάνει λεπτομερείς προβλέψεις πάντοτε. Αναφέρει πως ήταν ένας από τους πρώτους που προέβλεψαν τις ακριβείς επιπτώσεις του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, αλλά και της ενδεχόμενης τραπεζικής ένωσης. Μάλιστα κάνει συχνά ταξίδια και συνομιλίες σε Μαδρίτη, Ρώμη, Βερολίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη και Αθήνα και μετά βγάζει τα συμπεράσματά του.
Τι θα πρέπει να γίνει από δω και πέρα, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας; Ο Νουριέλ Ρουμπινί δηλώνει στο Spiegel Online, ότι θα πρέπει να δοθεί περισσότερος χρόνος στις χώρες της κρίσης, ώστε να εξυγιάνουν τους προϋπολογισμούς τους. Επιπλέον, τονίζει ο «προφήτης της κρίσης», χώρες όπως η Γερμανία θα πρέπει να ενισχύσουν την εσωτερική τους ζήτηση μειώνοντας τη φορολογία, ενώ η ΕΚΤ θα πρέπει να χαλαρώσει ακόμα περισσότερο την νομισματική της πολιτική.