Οι διαβουλεύσεις ανάμεσα στην ΄Ανγκελα Μέρκελ και στον Βλαντιμίρ Πούτιν θα γίνουν σε δυσμενές κλίμα.


Η αιτία της διαφωνίας είναι οι έντονες επικρίσεις του επίσημου Βερολίνου όσον αφορά τις πολιτικές αλλαγές στη Ρωσία. Η συγκεκριμένη υπόθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της με την έγκριση από το Γερμανικό Κοινοβούλιο ενός ιδιαίτερα σκληρού ψηφίσματος όσον αφορά την κατάσταση στη Ρωσία. Η Μόσχα απορρίπτει την κριτική και δεσμεύεται ότι «θα παρακολουθήσει προσεκτικά» τα όσα συμβαίνουν στην ίδια τη Γερμανία.

Στη Μόσχα, στις 14 Νοεμβρίου ξεκίνησε τις εργασίες του το συνέδριο κοινωνικών φορέων Ρωσίας και Γερμανίας με την ονομασία ο «Διάλογος της Αγίας Πετρούπολης», ενώ αύριο Πέμπτη θα πραγματοποιηθούν διαβουλεύσεις μεταξύ Πούτιν και Μέρκελ. Οι διαπραγματεύσεις δεν θα είναι απλές. Ενώ οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών εξελίσσονται επιτυχώς, στον πολιτικό τομέα ωστόσο αυτές διέρχονται οξεία κρίση.

Επίθεση στον Πούτιν

Η βασική αιτία των διαφορών είναι η εντεινόμενη κριτική από πλευράς Βερολίνου για την πολιτική κατάσταση στη Ρωσία. Αρχικά, η γερμανική κυβέρνηση άσκησε κριτική με αφορμή τη διεξαγωγή των βουλευτικών και προεδρικών εκλογών στη Ρωσία, ενώ ακολούθως προέβη σε αρνητικές εκτιμήσεις για τις αλλαγές που πραγματοποιούνται στη χώρα. Εκφραστής αυτής της τάσης έγινε ο συντονιστής της γερμανικής κυβέρνησης για τις σχέσεις με τη Ρωσία και αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών στο Κοινοβούλιο, Αντρέας Σόκενχοφ. Αυτός, προέβη σε μια σειρά από σκληρές ανακοινώσεις για διάφορες ενέργειες των ρωσικών αρχών, επικρίνοντας τους νέους νόμους που αφορούν τις συγκεντρώσεις και τις ΜΚΟ, την επαναφορά της ποινικής ευθύνης για τη συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς και για τη στάση τους στην υπόθεση των Pussy Riot.

Τον Αύγουστο, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Tagesspiegel, ο κ.Σόκενχοφ δήλωσε ότι «η ρωσική κυβέρνηση δεν επιθυμεί τον διάλογο με την κοινωνία, ενώ ο Πούτιν στηρίζεται στην καταστολή και την αντιπαράθεση». Επίσης, εξέφρασε αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της διεξαγωγής του «Διαλόγου της Αγίας Πετρούπολης» διότι, όπως υποστήριξε, εκεί «δεν θα υπάρξει ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των εκπροσώπων των κοινωνικών φορέων».

Γερμανική αλαζονεία

Αυτό προκάλεσε τον εκνευρισμό της Μόσχας. Μιλώντας στο Interfax, πηγή του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε τη θέση του συντονιστή της γερμανικής κυβέρνησης ως «έκφανση αλαζονείας στην εξωτερική πολιτική», βεβαιώνοντας πως ο «Διάλογος της Αγίας Πετρούπολης» θα διεξαχθεί κανονικά, ανεξάρτητα από το αν θα συμμετάσχει ή όχι σε αυτόν ο ίδιος ο Σόκενχοφ. «Ο σκύλος γαυγίζει, αλλά το καραβάνι προχωρεί», πρόσθεσαν μέλη του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών.

Τον Οκτώβριο, η διαμάχη γύρω από τη στάση του Αντρέας Σόκενχοφ εξελίχθηκε σε διπλωματικό σκάνδαλο. Απαντώντας στην κρίση του συγκεκριμένου πολιτικού ότι «η Ρωσία κινδυνεύει να απολέσει την επιρροή της σε θέματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος», το ΥΠΕΞ της Ρωσίας έθεσε υπό αμφισβήτηση τις «διανοητικές του ικανότητες» και τον κατηγόρησε για «συκοφάντηση». Για πρώτη φορά το υπουργείο ανακοίνωσε ότι δεν εκλαμβάνει τον Α. Σόκενχοφ ως επίσημο πρόσωπο, εξουσιοδοτημένο να προβαίνει σε δηλώσεις εξ ονόματος της γερμανικής κυβέρνησης, τόσο για θέματα εξωτερικής πολιτικής, όσο και για εκείνα που αφορούν τις διμερείς σχέσεις Ρωσίας και Γερμανίας.

Στο ρωσικό ΥΠΕΞ απάντησε ο γραμματέας Τύπου της γερμανίδας καγκελαρίου, Στέφεν Ζάιμπερτ, αναφέροντας ότι «η κάθε ειλικρινής δήλωση ή κριτική επί της ουσίας δεν αποτελεί συκοφάντηση», καθώς και ότι «οι συντονιστές της κυβέρνησης της Γερμανίας ορίζονται στο Βερολίνο και όχι στο εξωτερικό».
Έχοντας λάβει μια τόσο σαφή υποστήριξη, ο Α. Σόκενχοφ στα τέλη Οκτωβρίου κατέθεσε στο Κοινοβούλιο το πιο σκληρό ψήφισμα των τελευταίων ετών σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία. Σε αυτό αναφέρεται ότι: «Η Μπούντεσταγκ διαπιστώνει με ιδιαίτερη ανησυχία ότι μετά την επιστροφή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην προεδρία, ελήφθησαν νομοθετικά και νομικά μέτρα που στοχεύουν στην ενίσχυση του ελέγχου προς τους ενεργούς πολίτες και αποδεικνύουν την επιλογή της οδού της αντιπαράθεσης με τους επικριτές της κυβέρνησης». Το ψήφισμα καλεί την Άνγκελα Μέρκελ να εγείρει τα θέματα αυτά κατά τις συνομιλίες της στη Μόσχα, καθώς και να ενισχύσει τις επαφές της με τις «φιλελεύθερες και αντιπολιτευτικές ελίτ» της Ρωσίας.

Η γερμανική κυβέρνηση έλαβε υπόψη της την άποψη των συντακτών του εγγράφου. Τη Δευτέρα, στην εφημερίδα Allgemeine Zeitung δημοσιεύτηκε άρθρο του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας Γκουίντο Βέστερβελε, στο οποίο αναφέρεται ότι το Βερολίνο θα παρακολουθεί «με ιδιαίτερη προσήλωση» τις ενέργειες των ρωσικών αρχών στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Οι σχέσεις συνεργασίας δεν σημαίνουν την παραίτηση από την κριτική», προειδοποίησε ο γράφων.

Η Μόσχα απορρίπτει τις επικρίσεις του Βερολίνου. Όπως δήλωσε στην Kommersant ο Α΄ αντιπρόεδρος της Επιτροπής της Βουλής για τα διεθνή θέματα, Βιατσεσλάβ Νίκονοφ, «οι εκτιμήσεις της Μπούντεσταγκ δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, είναι μια σαφέστατα υπερβολική αντίδραση, χαρακτηριστική της σημερινής άρχουσας τάξης στη Γερμανία». Και ακόμη, ότι «στη Ρωσία δεν έχει ληφθεί ούτε ένα νομοθετικό μέτρο που να μην υπάρχει και στη γερμανική νομοθεσία». Απαντώντας στην προειδοποίηση του Γκ. Βέστερβελε, ο κ. Νίκονοφ δεσμεύτηκε ότι «και η Μόσχα θα παρακολουθεί με προσοχή την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο στη Γερμανία, όσο και στις άλλες χώρες της ΕΕ».